ΡΟΗ ΕΔΗΣΕΩΝ
latest

ΣΥΝΤΑΓΕΣ

ΣΥΝΤΑΓΕΣ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα FOCUS. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα FOCUS. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η Βρετανίδα που δολοφόνησαν άγρια οι ελληνικές υπηρεσίες - Η έκθεση που κατακεραύνωσε την Αθήνα


Μια όμορφη 25χρονη ευφυής βρετανίδα, σε μια στάση λεωφορείου κάπου στο Καβούρι, «πείστηκε» από έναν 37χρονο, που δεν μιλούσε λέξη αγγλικά να κάνουν… σεξ κάπου εκεί στην ερημιά. Λίγα 24ωρα μετά, βρέθηκε ημίγυμνη, άγρια δολοφονημένη, με τα άκρα της δεμένα με σύρμα. Ήταν Οκτώμβριος του 1971 και η δολοφονία της Αν Τσάπμαν αποτελεί μέχρι σήμερα την πιο σκοτεινή άλυτη υπόθεση κατασκόπων στην Ελλάδα των τελευταίων 50 χρόνια.

Επίσημα, η δημοσιογράφος Ανν Τσάπμαν, βρέθηκε στην Ελλάδα για να κάνει ρεπορτάζ σχετικά με τον ελληνικό τουρισμό για το ραδιόφωνο το BBC, συνοδεύοντας μια ομάδα ταξιδιωτικών πρακτόρων που ήταν προσκεκλημένοι της εταιρείας Olympic Holidays.

 Η μητέρα της ζούσε στην Αθήνα - Γιατί είχε συλληφθεί

Λίγο πριν αναχωρήσει από το Λονδίνο, είχε πει στη μητέρα της: «Ακόμα και σε αυτό το τελευταίο στάδιο, δεν νομίζω ότι πρέπει να κάνω αυτό το ταξίδι». Είπε ότι «δεν της άρεσε» το καθεστώς στην Ελλάδα και ανέφερε ότι μπορεί να προσπαθήσει να επισκεφτεί τη λαίδη Φλέμινγκ, τη χήρα του πατέρα της πενικιλίνης που όπως ανέπτυξε αντιστασιακή δράση στη Χούντα. Οι γονείς της Ann σοκαρίστηκαν και την προειδοποίησαν για τον κίνδυνο. Αλλά λίγες μέρες πριν φύγει, είπε: «Και έχω μια μεγάλη ιστορία που θα με κάνει όνομα.

Την Τρίτη 19 Οκτωβρίου 1971, ένα τηλεφώνημα από την αστυνομία ξύπνησε τους γονείς της στο σπίτι τους στην περιοχή Putney, για να τους ενημερώσει ότι βρέθηκε το πτώμα της κόρης τους.

Το άψυχο και κακοποιημένο κορμί βρήκε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που μάζευε σαλιγκάρια για φαγητό, τυλιγμένο σε κουρέλια ανάμεσα σε θάμνους κοντά στο Καβούρι. Οι ελληνικές αρχές συνέλαβαν ένα ηδονοβλεψία τον Νικόλαο Μουντή, ο οποίος και καταδικάστηκε για το έγκλημα.

Σύμφωνα με την εκδοχή των ελληνικών αρχών, ο Μουντής είχε ομολογήσει ότι στις 15 Οκτωβρίου «ψώνισε» την Άνν σε μια στάση λεωφορείου στον κεντρικό αυτοκινητόδρομο και την είχε πείσει, δίχως να μιλάει αγγλικά, να πάνε σε κοντινή ερημιά για να συνουσιαστούν. Στην αρχή ήταν «συνεργάσιμη», αλλά στη συνέχεια συγχύστηκε, δήθεν, όταν είδε τη βέρα του και μετά αντιστάθηκε. Ο Μουντής, πανικόβλητος, την έπνιξε και τράπηκε σε φυγή. Οι γονείς της Βρετανίδας -και όχι μόνο- δεν πείστηκαν σε καμία περίπτωση.
Σύγκρουση ιατροδικαστών

Ο καθηγητής David Bowen, ένας από τους κορυφαίους βρετανούς ιατροδικαστές, μετέβη στην Ελλάδα το 1976, εξέτασε όλα τα ιατροδικαστικά στοιχεία και κατέληξε στο ξεκάθαρο συμπέρασμα ότι η δολοφονία ήταν έργο δύο ανθρώπων και όχι ενός. Δεν υπήρχε τρόπος με τον οποίο η υπόθεση κατά του Μουντή να περιλάβει με οποιονδήποτε τρόπο την προσθήκη ενός ακόμη συμμετέχοντος στο έγκλημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Έλληνας ιατροδικαστής –ο οποίος δεν έπεισε τον Μπόουεν- που είχε αναλάβει την υπόθεση, ήταν ο Δημήτριος Καψάσκης, ένας από τους πλέον αμφιλεγόμενους ιατροδικαστές και υποστηρικτής της Χούντας.
Αποστασιοποίηση βρετανικής κυβέρνησης

Οι γονείς της Ανν δεν πείστηκαν ποτέ από τις επίσημες εξηγήσεις ενώ η υπόθεση αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης το 1981 στη Βουλή των Κοινοτήτων με τον David Mellor να κατακεραυνώνει τις ελληνικές κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης που αποδέχτηκαν τόσο εύκολα το αφήγημα της Χούντας ότι πρόκειται απλά για σεξουαλικό έγκλημα.

Ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών την περίοδο εκείνη Nicholas Ridley περιορίστηκε να πει πως «ο καταδικασθείς για τη δολοφονία είναι Έλληνας υπήκοος. Καταδικάστηκε από ελληνικό δικαστήριο για έγκλημα που διαπράχθηκε στην Ελλάδα. Η θέση της βρετανικής κυβέρνησης και των προξένων μας στο εξωτερικό να παρέμβουν είναι αυστηρά περιορισμένη. Κάθε βοήθεια δόθηκε στον κ. Τσάπμαν από τον Βρετανό πρόξενο, ο οποίος έκανε τα πάντα για να βοηθήσει περισσότερο από ό,τι θα έκανε συνήθως».

«Τώρα που η υπόθεση έχει κλείσει από την Ελληνική Κυβέρνηση —και είναι εντελώς εσωτερικό ζήτημα γι’ αυτήν— η βρετανική κυβέρνηση δεν έχει δικαίωμα να προβεί σε περαιτέρω παρεμβάσεις». H βρετανική κυβέρνηση δεν ήθελε να δώσει άλλη συνέχεια στην υπόθεση.
Έκθεση που δείχνει τον πραγματικό ένοχο

Η υπόθεση έφτασε και στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Ο ευρωβουλευτής και δημοσιογράφος Ρίτσαρντ Κοτρέλ (Richard Cottrell) έπειτα από μια ενδελεχή έρευνα, παρουσίασε την έκθεσή του στο Στρασβούργο στις 25 Μαΐου 1984, καταρρίπτοντας το επίσημο κυβερνητικό αφήγημα. Το Ευρωκοινουβούλιο υιοθέτησε την έκθεση Cottrell, σύμφωνα με την οποία η Τσάπμαν δολοφονήθηκε από ανθρώπους της Χούντας της Ελλάδας, ζητώντας από την ελληνική κυβέρνηση, να επανεξετάσει την υπόθεση.

Ωστόσο ενώ τελικά ο Μουντής αφέθηκε ελεύθερος η υπόθεση δεν άνοιξε ποτέ ξανά, προς μεγάλη απογοήτευη των γονιών της Τσάπμαν.

Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει ότι μια νέα έξυπνη γυναίκα με σπουδές ψυχολογίας θα δεχόταν να συνουσιαστεί με έναν άγνωστο ηδονοβλεψία σε μια στάση λεωφορείου σε ξένη χώρα.

Όλη η έκθεση Richard Cotreil για τη δολοφονία Άνν Τσάπμαν (στα αγγλικά)
Η εμπλοκή της με τις υπηρεσίες

Σύμφωνα με τον σοβιετικό διπλωμάτη και πράκτορα Arkady Shevchenko, ο οποίος αυτομόλησε στη Δύση το 1978, «πίσω από τον θάνατο της Τσάπμαν κρύβονταν δόλιοι λόγοι».

Ψάχνοντας αρχειακό υλικό στα βρετανικά αρχεία, ο Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ), Χρήστος Ιακώβου αναφέρει πως δεν μπόρεσε να εντοπίσει καμία αναφορά για τον φόνο της Τσάπμαν. «Το γεγονός αυτό, για όσους γνωρίζουν τη λογική αποδέσμευσης εγγράφων στα επίσημα βρετανικά αρχεία, καταδεικνύει και την ιδιότητα της Τσάπμαν».

Ο Ιακώβου συμφωνεί σε μεγάλο βαθμό με τα συμπεράσματα του Κοτρέλ, ότι «η Τσάπμαν εργαζόταν για τη βρετανική MI6 και πήγε στην Ελλάδα σε ένα ενημερωτικό ταξίδι για τουριστικούς πράκτορες, δήθεν για να προβάλει την ελληνική τουριστική βιομηχανία μέσω του Radio London, με το οποίο συνεργαζόταν. Η MI6 «αλίευσε» την Τσάπμαν από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ όταν ήταν φοιτήτρια. Από την αρχή, εκπαιδεύτηκε σε θέματα Ελλάδος και πραγματοποίησε την πρώτη αποστολή της παρακολουθώντας την ομάδα Καραμανλή στο Παρίσι, ενώ παρίστανε τη φιλόλογο στο σχολείο Berlitz».

«Ο Κοτρέλ υποστηρίζει ότι η αποστολή τής Τσάπμαν στην Ελλάδα ήταν να ανακαλύψει έναν άνθρωπο των Σοβιετικών ο οποίος βρισκόταν είτε στις τάξεις της MI6 είτε σε άλλους συνεργάτες της MI6 στους ελληνικούς πυρήνες αντίστασης. Τόσο οι Βρετανοί όσο και οι Αμερικανοί ανησυχούσαν έντονα για τις σημαντικές πληροφορίες που λάμβανε η Μόσχα αναφορικά με τις ενδότατες υποθέσεις της Χούντας και των σχεδιασμών των ΗΠΑ για το μέλλον της Κύπρου. Η CIA είχε επίσης υποψίες για έναν Σοβιετικό κατάσκοπο στην MI6 και ξεκίνησε να αποκόπτει τους Βρετανούς από το δίκτυο πληροφοριών».
Δύο εκδοχές

Όσον αφορά την εμπλοκή των μυστικών υπηρεσιών για τον Ιακώβου υπάρχουν δύο εκδοχές: «Η πρώτη εκδοχή υποστηρίζει ότι η αποστολή της Τσάπμαν ήταν να καταγράψει με ειδικό μηχάνημα τη συνομιλία στη συνάντηση μεταξύ του Γεώργιου Παπαδόπουλου και του Σπύρου Άγκνιου. Σκοπός ήταν να γνωρίζει η ΜΙ6 τι θα είχε διαμειφθεί για το Κυπριακό. Η εκδοχή αυτή όμως στερείται ισχυρών αποδεικτικών στοιχείων».

»Η δεύτερη εκδοχή είναι αυτή του Κοτρέλ. Πιστεύει ότι ενοχοποιήθηκε διότι γνώριζε ένα μισοέτοιμο σχέδιο, από αντιφρονούντες της αεροπορίας, να ρίξουν το ελικόπτερό του Άγκνιου κατά τη διάρκεια προγραμματισμένου ταξιδιού αναψυχής στο Αιγαίο. Μέσω του καναλιού της ομάδας C, που δρούσε στο Λονδίνο, η MI6 υπέκλεψε αυτό το σχέδιο, το οποίο μαγείρεψαν στην ομάδα του Παπανδρέου στη Στοκχόλμη. Αλλά το πανίσχυρο κλιμάκιο της CIA στην Αθήνα, παραδόξως, δεν το υπέκλεψε. Ήταν εντελώς τυφλωμένοι από το σενάριο της μετατροπής της Κύπρου σε Κούβα της Μεσογείου.

»Έτσι, προτού καν πατήσει το πόδι της στο αεροπλάνο για την Ελλάδα, η Τσάπμαν προδόθηκε από κύκλους στο Λονδίνο στην ελληνική υπηρεσία πληροφοριών (πλήρως ελεγχόμενη τότε από την CIA) ως πιθανή πράκτορας των Σοβιετικών. Το πιο πιθανόν πιάστηκε στη μέση μιας βεντέτας ανάμεσα στα μυστικά αφεντικά της στο Λονδίνο και την Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών στην Αθήνα.

»Σε αυτή την μάχη σώμα με σώμα ενεπλάκη η Τσάπμαν, της οποίας η μοίρα είχε σφραγισθεί με δύο τρόπους: τον ψίθυρο από το Λονδίνο και το γεγονός ότι το τοπικό κλιμάκιο της MI6 δεν είχε ενημερωθεί για την αποστολή της, ή ακόμη για το ποια ήταν. Γιατί όμως; Τέτοια γνώση θα καθιστούσε περιττή την αποστολή της. Ταξίδεψε ινκόγκνιτο με βρετανούς ταξιδιωτικούς πράκτορες όπου ανάμεσά τους ήταν και ένας πράκτορας της Ελληνικής ΚΥΠ που την παρακολουθούσε και ο οποίος λίγο μετά τη δολοφονία της Τσάπμαν σκοτώθηκε κάτω από περίεργες συνθήκες στο Λονδίνο».

Μανώλης Χιώτης: Σαν σήμερα γεννήθηκε και πέθανε - Το αφιέρωμα της Φίνος Φιλμς


Σαν σήμερα στις 21 Μαρτίου του 1921 γεννήθηκε ο σπουδαίος μουσικός και βιρτουόζος του μπουζουκιού, Μανώλης Χιώτης και επίσης, σαν σήμερα στις 21 Μαρτίου του 1970, έφυγε από τη ζωή στα 49 του χρόνια.

Το προφίλ της Φίνος Φιλμς στα social media έκανε ένα μικρό αφιέρωμα στον μουσικό, με τον οποίο συνεργάστηκε για λογαριασμό μερικών ταινιών.

Στο βίντεο για να τιμήσει τον Μανώλη Χιώτη, η Φίνος Φιλμς δημοσίευσε ένα απόσπασμα από την ταινία «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» με τον Ντίνο Ηλιόπουλο να ζητά από τον μουσικό να παίξει το «Ζήσε» με τη Μαίρη Λίντα.

Δείτε τη δημοσίευση


Στη λεζάντα της δημοσίευσης, γράφει:


«Πρωτοπόρος, ευρηματικός και εξαιρετικά ταλαντούχος, ο Μανώλης Χιώτης δικαίως χαρακτηρίστηκε «αριστοκράτης ρεμπέτης», αφού κατάφερε να συμφιλιώσει την λεγόμενη καλή κοινωνία με το μπουζούκι και να καθιερώσει το αρχοντορεμπέτικο την δεκαετία του ’50. Έφερε επανάσταση στην ελληνική μουσική όταν επινόησε το τετράχορδο μπουζούκι, ενώ εφάρμοσε πρώτος την χρήση ενισχυτή στις εμφανίσεις του.

Οι διακρίσεις του ξεπέρασαν τα σύνορα της χώρας μας, λαμβάνοντας θριαμβευτικά σχόλια από πολλούς διεθνείς αστέρες, όπως οι Τζίμι Χέντριξ, Άντονι Πέρκινς, Ελίζαμπεθ Τέιλορ, Μαρία Κάλλας, κ.α., ενώ το 1964 ερμήνευσε μαζί με την Μαίρη Λίντα στον Λευκό Οίκο για τα γενέθλια του προέδρου των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον.

Στην σύντομη ζωή του (50 χρόνων), ο Μανώλης Χιώτης συνέθεσε πάνω από 1500 τραγούδια και συνεργάστηκε στενά με τα μεγαλύτερα ονόματα της ελληνικής μουσικής, όπως τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Χατζιδάκι. Οι μεγαλύτερες του επιτυχίες αποδόθηκαν από την μεγάλη παρτενέρ και δεύτερη σύζυγο του, Μαίρη Λίντα, με την οποία συνεργάστηκαν στενά και στον κινηματογράφο.

Η σχέση του με την Φίνος Φιλμ ξεκίνησε πολύ νωρίς, το 1948, με την ταινία «Χαμένοι Άγγελοι» και συνεχίστηκε σε πέντε ακόμη ταινίες μέχρι το 1964, με πιο χαρακτηριστική την εμφάνιση του στην ταινία «Ο Φίλος μου ο Λευτεράκης» του Αλέκου Σακελλάριου, με τον Ντίνο Ηλιόπουλο να εμπλέκει τον Χιώτη στο σενάριο, υποδυόμενος φυσικά.. τον εαυτό του.

Σήμερα είναι διπλή επέτειος για τον Μανώλη Χιώτη, αφού γεννήθηκε και πέθανε την ίδια ημέρα με διαφορά πενήντα ετών».

Ο Μανώλης Χιώτης

Η σύντομη ζωή του ήταν γεμάτη συγκινήσεις και απρόβλεπτες συναντήσεις. Η φήμη του πέρασε τα σύνορα της Ελλάδας και απλώθηκε μέχρι την Αμερική. Ο Τζίμι Χέντριξ, αλλά και ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον, θαύμασαν το ταλέντο του. Ο Μανώλης Χιώτης είναι γνωστός για τις καινοτομίες του στο μπουζούκι....

Είναι ο άνθρωπος που προσέθεσε την τέταρτη διπλή χορδή στο μπουζούκι, το οποίο «μπήκε και στην πρίζα» και έγινε ηλεκτρικό. Η καινοτομία αυτή τον έφερε αντιμέτωπο με τους ρεμπέτες. Το αποτέλεσμα όμως, τον δικαίωσε....

Ο Χιώτης κατάφερε να βγάλει το λαϊκό όργανο από τις λάσπες των συνοικισμών και να το βάλει στα σαλόνια της αθηναϊκής αριστοκρατίας. Ο δεξιοτέχνης μουσικός όμως είχε βιώσει μια πολλή άσχημη εμπειρία.


Τη δολοφονία του πατέρα του μπροστά στα μάτια του. Ο δράστης ήταν ένα Μανιάτης με τον οποίο ο πατέρας του μουσικού είχε ανοιχτούς λογαριασμούς. Σύμφωνα με τη συνεργάτιδα και σύντροφο της ζωής του, Μαίρη Λίντα, το γεγονός της δολοφονίας του πατέρα του ήταν κάτι που ο Χιώτης δεν κατάφερε να ξεπεράσει ποτέ....

Τζίμι Χέντριξ: Ο Χιώτης είναι ο καλύτερος κιθαρίστας του κόσμου
Ελάχιστοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν τη μοναδική συνάντηση του Mανώλη Χιώτη με τον Τζίμι Χέντριξ στο Σικάγο. Εκεί ο παγκόσμιας φήμης κιθαρίστας είδε τον Έλληνα συνθέτη να διατρέχει με εντυπωσιακή ταχύτητα το τάστο της κιθάρας. Ο ήχος του ήταν καθαρός και αυθεντικός. Η Μαίρη Λίντα θυμόταν ότι μιλούσαν αρκετά για τη μουσική και τα μυστικά της….




Ο Χέντριξ είχε εντυπωσιαστεί από τη δεξιοτεχνία του Χιώτη και μαγεύτηκε από τον ήχο της κιθάρας, αλλά κυρίως του μπουζουκιού του. Αργότερα δήλωσε στα τοπικά μέσα ότι ο Χιώτης είναι ο καλύτερος κιθαρίστας στον κόσμο. Όντως ο Χιώτης εντυπωσίαζε τους ειδικούς, καθώς ήταν ένα σπάνιο μουσικό φαινόμενο. Ο Ελληνας δεξιοτέχνης του μπουζουκιού έπαιξε μπροστά σε αρχηγούς χωρών και σημαντικές προσωπικότητες της εποχή, ενώ κλήθηκε από τον Λευκό Οίκο να τραγουδήσει στα γενέθλια του Αμερικανού Προέδρου Λίντον Τζόνσον. Επιπλέον η μουσική του κατάφερε να «κατευνάσει τα πνεύματα» μεταξύ Κάλλας και Γκρέις Κέλι, την εποχή της μεγάλης κόντρας Ωνάση και πρίγκιπα Ρενιέ του Μονακό.

Ο Μανώλης Χιώτης ήταν ένας από τους σημαντικότερους μουσικοσυνθέτες του Λαϊκού τραγουδιού και σπουδαίος δεξιοτέχνης του μπουζουκιού. Έφερε επανάσταση στην ελληνική μουσική, και στο λαϊκό τραγούδι γενικότερα επινοώντας την τετράχορδη παραλλαγή του μπουζουκιού, αλλά και δημιουργώντας το πρώτο «κοσμικό κέντρο».



Η ζωή του, η ιστορία του

Γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου 1921 στη Θεσσαλονίκη (κατ’ άλλες αναφορές στο Ναύπλιο). Ο πατέρας του λεγόταν Διαμαντής Χιώτης, ένας βαρύμαγκας γεννημένος στον Πειραιά. Από μικρή ηλικία άρχισε ν΄ ασχολείται με τα λαϊκά όργανα και ξεκίνησε να μαθαίνει κοντά σε Θεσσαλονικιό μουσικοδιδάσκαλο αρχικά κιθάρα, μπουζούκι και στη συνέχεια ούτι. Έτσι από 15 ετών όταν η οικογένειά του μετακόμισε στο Ναύπλιο ο Μανώλης Χιώτης άρχισε να εργάζεται επαγγελματικά ως μουσικός.




Το 1935 περίπου πήγε στην Αθήνα προκειμένου να σπουδάσει βιολί όταν τότε και γνωρίστηκε με τον Στράτο Παγιουμτζή ο οποίος και τον προσέλαβε να παίζει δίπλα του μπουζούκι στο κέντρο «Δάσος» του Βοτανικού. Το 1937 ο Μ. Χιώτης ακολουθώντας το ρεμπέτικο μοτίβο ηχογραφεί το πρώτο του τραγούδι «το χρήμα δεν το λογαριάζω» που έγινε αμέσως επιτυχία. Μέχρι τον πόλεμο αλλά και μετά απ΄ αυτόν συνέχισε να γράφει τραγούδια πλην όμως βλέποντας ότι με το «κλασικό» μπουζούκι δεν μπορούσε να αποδώσει γρηγορότερες σε ρυθμό μουσικές εκτελέσεις, προχώρησε στη μεγάλη καινοτομία προσθέτοντας άλλη μία χορδή στο όργανο δημιουργώντας έτσι το «τετράχορδο μπουζούκι».


Με το τετράχορδο πλέον μπουζούκι άνοιξε ο ορίζοντας για ασύλληπτες σε ταχύτητα εκτελέσεις σε σχέση με το κλασικό μπουζούκι. Ταυτόχρονα στη δεκαετία του 1950 πρώτος αυτός εφαρμόζει τη χρήση του ενισχυτή σε λαϊκό όργανο. Έτσι καινοτομώντας αρχίζει η περίοδος του αρχοντορεμπέτικου όπου πλέον το μπουζούκι γίνεται αποδεκτό και από την λεγόμενη υψηλή κοινωνία για χατίρι της οποίας άρχισε επιλέγοντας να γράφει τραγούδια με λατινοαμερικάνικο χαρακτήρα κυρίως του μάμπο. Αυτή η δεύτερη καινοτομία του, τον καθιέρωσε πλέον ως ηγέτη ιδιαίτερης μουσικής σχολής και τραγουδιού από το κοινό της εποχής του. Εκείνη ακριβώς την περίοδο ο αθηναϊκός τύπος τον αποκαλούσε «οδηγό του μπουζουκιού στα σαλόνια».



Το πρώτο κέντρο διασκέδασης που ο ίδιος δημιούργησε ήταν, μετά τον πόλεμο, το κοσμικό κέντρο «Πιγκάλ», που ήταν και το πρώτο «κοσμικό κέντρο» της Αθήνας. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 συνέχισε να παρουσιάζει το πρόγραμμά του στο πασίγνωστο τότε κέντρο «Σπηλιά» ή «Σπηλιά του Παρασκευά» στον Πειραιά, που ήταν διαμορφωμένος ανάλογα ο χώρος προ του αρχαίου Σηραγγίου, στη πίστα του οποίου γυρίστηκαν και τα περισσότερα πλάνα των σχετικών κινηματογραφικών του συμμετοχών.

Στη δεκαετία του 1960 ο Μανώλης Χιώτης περιλαμβανόταν μόνιμα σε ειδικό πίνακα Ελλήνων καλλιτεχνών της εθιμοτυπικής υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών για τη προτεινόμενη διασκέδαση των υψηλών επισκεπτών της Χώρας. Ο Μανώλης Χιώτης είχε τραγουδήσει μπροστά σε πολλούς Ηγεμόνες και άλλους αρχηγούς Χωρών ενώ είχε κληθεί επί τούτου ακόμη και στο Λευκό Οίκο στα γενέθλια του Προέδρου Λίντον Τζόνσον.




Ο Μανώλης Χιώτης φέρεται να έγραψε περισσότερα από 1500 τραγούδια. Ανεξάρτητα όμως αυτού πολύ τακτικά συμμετείχε και ως σολίστ σε ηχογραφήσεις και πολλών άλλων λαϊκών συνθετών. Χαρακτηριστικό υπήρξε το γεγονός ότι ο Μίκης Θεοδωράκης στηρίχθηκε ακριβώς στη δεξιοτεχνία του Μ. Χιώτη κατά την πρώτη του επίσημη δισκογραφική του παρουσία με τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου, συνεργασία που συνεχίστηκε και στο «Λιποτάχτες», «Αρχιπέλαγος» κ.ά.. Την ίδια εποχή συνεργάσθηκε ομοίως και με τον Μάνο Χατζιδάκι.

Οι μεγαλύτερές του επιτυχίες αποδόθηκαν από την τραγουδίστρια Μαίρη Λίντα, που υπήρξε η δεύτερη σύζυγός του για μια δεκαετία, με την οποία και εμφανίσθηκε στον κινηματογράφο. Σημειώνεται ότι ο Μανώλης Χιώτης είχε παντρευτεί τρεις φορές. Η πρώτη του σύζυγος ήταν η Ζωή Νάχη με την οποία και απέκτησαν δύο παιδιά. Το 1958 παντρεύτηκε τη σπουδαία παρτενέρ του Μαίρη Λίντα, ένας γάμος γεμάτος επιτυχίες, που όμως έληξε απρόσμενα το 1967 – 1968. Στη συνέχεια ο Μανώλης Χιώτης παντρεύτηκε την Μπέμπα Κυριακίδου με την οποία και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του.




Ο Μανώλης Χιώτης πέθανε αιφνίδια από καρδιακή ανεπάρκεια στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο της Αθήνας στις 20 Μαρτίου του 1970. Η αγγελία του θανάτου του συγκίνησε το πανελλήνιο. Όλοι οι κρατικοί τότε ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί (ΕΡΤ και ΥΕΝΕΔ) έκαναν ειδικές αφιερώσεις, ενώ ο ημερήσιος Τύπος του απέδωσε ιδιαίτερους εγκωμιαστικούς τίτλους.

Σούζαν Μαρί Σεβάκη: Την απήγαγε ο πατριός της, εξαναγκάστηκε να τον παντρευτεί και μετά βρέθηκε νεκρή


Όλα ξεκίνησαν τον Απρίλιο του 1990, όταν δύο άνδρες βρήκαν νεκρή στην άκρη του δρόμου μια νεαρή γυναίκα. Η Σούζαν Μαρί Σεβάκη είχε χτυπηθεί και εγκαταλειφθεί από αυτοκίνητο.

Η ιστορία ζωής της τραγικής κοπέλας μόλις είχε αρχίσει να ξετυλίγεται. Και δεν ήταν καθόλου ευχάριστη.

Το θύμα αναγνωρίστηκε ως Τόνια Ντον Χιουζ και πέντε μέρες αργότερα άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο. Αυτό όμως, δεν ήταν το πραγματικό της όνομα.

Μόλις το 2014 ανακαλύφθηκε η πραγματική της ταυτότητα. Αποδείχθηκε ότι η «Τόνια Ντον Χιουζ» ήταν στην πραγματικότητα η Σούζαν Μαρί Σεβάκη, μια γυναίκα που την είχε απαγάγει ο πατριός της σχεδόν 40 χρόνια νωρίτερα.

Ποια ήταν η Τόνια Ντον Χιούζ;

Το ατύχημα της γυναίκας έφερε στο προσκήνιο μια τραγική ιστορία κακοποίησης και όχι μόνο. Η αστυνομία ανακάλυψε μετά από χρόνιες έρευνες πως η Τόνια Ντον Χιούζ είχε αναγκαστεί να αλλάξει τουλάχιστον τρεις φορές όνομα κατά την διάρκεια της ζωής της.

Το πραγματικό της όνομα ήταν Σούζαν Μαρί Σεβάκη αλλά αυτό θα γινόταν γνωστό μόλις το 2014. Εικοσιτέσσερα ολόκληρα χρόνια μετά τον θάνατό της.



Το 1974, η μητέρα της παντρεύτηκε τον Φράνκλιν Ντελάνο Φλόιντ και ένα χρόνο αργότερα η αστυνομία την συνέλαβε για έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Εξέτισε 30 ημέρες στη φυλακή, και όταν αποφυλακίστηκε, δεν βρήκε ούτε εκείνον ούτε τα τέσσερα παιδιά της στο σπίτι.

Κατάφερε και βρήκε δύο από τις κόρες της σε ανάδοχες οικογένειες, αλλά η Σούζαν (που ήταν μόλις 4 ετών) και ο γιος της είχαν εξαφανιστεί. Αργότερα, έμαθε ότι ο μικρός είχε υιοθετηθεί από άλλη οικογένεια. Μόλις το 2019, ένας άνδρας αναγνώρισε τον εαυτό του ως το αγνοούμενο παιδί και το 2020 οι εξετάσεις DNA το επιβεβαίωσαν.

Ο Φλόιντ μεγάλωσε τη Σούζαν ως κόρη του και την έγραψε σε σχολείο με το ψεύτικο όνομα «Σάρον Μάρσαλ». Εκείνη ήταν τόσο καλή μαθήτρια που παρά την δύσκολη οικογενειακή της ζωή, κατάφερε να κερδίσει μια πλήρη υποτροφία αεροδιαστημικής μηχανικής στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Τζόρτζια.

Ωστόσο, ο Φλόιντ την εμπόδισε να κυνηγήσει τα όνειρά της, μόλις εκείνη έμεινε έγκυος. Την μετέφερε με τη βία στην Φλόριντα, άλλαξε και πάλι το όνομά της, την ανάγκασε να δουλεύει ως στριπτιζέζ και την παντρεύτηκε.

Τέσσερα χρόνια μετά βρέθηκε νεκρή.

Η αρχή της εξιχνίασης του εγκλήματος

Στην αρχή, η αστυνομία πίστευε πως ήταν ατύχημα, αλλά όταν ανακάλυψαν ένα αμβλύ τραύμα στο κεφάλι της, άρχισαν να πιστεύουν πως κάτι άλλο συμβαίνει.

Παρά το γεγονός πως ο Φλόιντ πήγε αμέσως στο νοσοκομείο, η αστυνομία διαπίστωσε πως η άτυχη κοπέλα έμενε σε ένα μοτέλ με τον γιο της με σκοπό να τον αφήσει και να φύγει.

Έτσι, ξεκίνησαν να ψάχνουν εάν ο Φλόιντ ήταν εκείνος που την σκότωσε. Η αστυνομία όμως, δεν μπόρεσε να τον καταδικάσει για τη δολοφονία της. Μια μέρα μετά το θάνατό της, ο Φλόιντ προσπάθησε αμέσως να εισπράξει ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής που είχε συνάψει για εκείνη μήνες νωρίτερα.

Ο γιος της, ο Μάικλ, μπήκε σε ανάδοχη οικογένεια και για τα επόμενα τέσσερα χρόνια ήταν με μια στοργική οικογένεια που σχεδίαζε να τον υιοθετήσει. Στον Φλόιντ δόθηκε δικαίωμα επίσκεψης για να τον βλέπει, αλλά όταν ανακαλύφθηκε ότι δεν ήταν βιολογικά δικός του, τα δικαιώματα αυτά χάθηκαν. Έγινε έξαλλος.

Η ανάδοχη οικογένεια του Μάικλ μπορούσε να δει κατά τη διάρκεια αυτών των περιόδων επίσκεψης ότι το παιδί ήταν φοβισμένος και ένιωθε άβολα κάθε φορά που βρισκόταν μαζί του.

Τον Σεπτέμβριο του 1994, ο Φλόιντ πήγε στο δημοτικό σχολείο του παιδιού και απήγαγε τον ίδιο και τον διευθυντή του σχολείου. Αργότερα, ο διευθυντής βρέθηκε ζωντανός, δεμένος με μονωτική ταινία σε ένα δέντρο στο κοντινό δάσος. Αλλά ο Μάικλ δεν είχε βρεθεί πουθενά.

Δύο μήνες αργότερα, ο Φλόιντ συνελήφθη αλλά ο Μάικλ δεν ήταν μαζί του. Το 2015, ο Φλόιντ θα παραδέχτεί πως τον είχε σκοτώσει αμέσως μετά την απαγωγή.

Η τραγική αποκάλυψη

Λίγο αργότερα, οι ντετέκτιβ κατάφεραν να βρουν ένα από τα οχήματα του Φλόιντ. Στο κάτω μέρος του φορτηγού υπήρχε μια σακούλα με φερμουάρ που περιείχε «άσεμνες» εικόνες. Κάποιες ήταν της Σούζαν (από τότε που ήταν ακόμα παιδί) ενώ άλλες της Τζέριλ Αν Κομέσο, μίας νεαρής χορεύτριας με την οποία ο Φλόιντ είχε πάθει εμμονή το 1989.

Οι φωτογραφίες της Τζέριλ την έδειχναν άσχημα χτυπημένη, σε σημείο που ήταν απίθανο να επιβιώσει.

Περίπου την εποχή που ανακαλύφθηκαν αυτές οι φωτογραφίες, βρέθηκε επίσης το σώμα της, το οποίο έφερε ενδείξεις ξυλοδαρμού και δύο τραύματα από πυροβολισμό στο πίσω μέρος του κεφαλιού.

Η κοπέλα ταυτοποιήθηκε και ο Φλόιντ καταδικάστηκε για τη δολοφονία. Του επιβλήθηκε θανατική ποινή και παρέμεινε στην πτέρυγα των θανατοποινιτών μέχρι και τον θάνατό του τον Ιανουάριο του 2023.

Αλλά η πραγματική ταυτότητα της Σούζαν παρέμενε ακόμα ένα μυστήριο για πολλούς. Η βιολογική της οικογένεια δεν είχε ιδέα τι είχε συμβεί στο τετράχρονο παιδί τους που είχε απαχθεί από τον Φλόιντ. Οι φίλοι της από το λύκειο που την ήξεραν ως Σάρον δεν γνώριζαν την προϊστορία της, ούτε και οι συνάδελφοί της που την ήξεραν ως Τόνια. Κανείς δεν ήξερε.

Στη συνέχεια, το 2014, αποκαλύφθηκε η ιστορία της. Μια τραγική ιστορία ενός παιδιού που απήχθη, μεγάλωσε από τον απαγωγέα της, κακοποιήθηκε σεξουαλικά και εξαναγκάστηκε να παντρευτεί, για να σκοτωθεί σε ένα ύποπτο τροχαίο σε ηλικία 21 ετών.

Τους ξεγέλασε όλους: 30χρονος παρίστανε τον μαθητή λυκείου, πέρασε στην Ιατρική, αλλά τον πpόδωσε ο γείτονας


Ταινία έγινε η συγκλονιστική ιστορία ενός 30χρονου που παρίστανε τον μαθητή Λυκείου για να περάσει στην Ιατρική, που ήταν το όνειρό του.

Από πολλές απόψεις, ο Μπράντον Λι ήταν υπόδειγμα μαθητή στο λύκειό του στη Γλασκώβη στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ειδικά δεδομένου του δύσκολου ξεκινήματός του στη ζωή μετά το θάνατο και των δύο γονιών του.




Ήταν ένας έξυπνος μαθητής με μέλλον στην ιατρική, ο οποίος έπαιζε ποδόσφαιρο, συμμετείχε στην ομάδα debating και βοήθησε συμμαθητές του, που έκαναν bullying στο σχολείο να αλλάξουν συμπεριφορά δείχνοντάς τους έναν άλλον – καλύτερο- δρόμο στη ζωή.

Ωστόσο, ο Μπράντον Λι δεν ήταν έφηβος μαθητής ούτε καν ο Μπράντον Λι, αλλά ο Μπράιαν Μακκίνον, ο οποίος στην πραγματικότητα ήταν ένας 30χρονος διαγραμμένος από το Πανεπιστήμιο φοιτητής Ιατρικής, όταν γράφτηκε ξανά στο παλιό του σχολείο.

Ξεγέλασε δασκάλους και συμμαθητές ισχυριζόμενος ότι ήταν ένας μαθητής της προτελευταίας τάξης του Λυκείου, που ακολουθούσε το όνειρό του να πάει στο πανεπιστήμιο για να σπουδάσει Ιατρική. Και τα κατάφερε με το τέχνασμά του – κάποιοι το λένε “απατεωνιά”, αλλά αυτό είναι τυπικά μόνον σωστό- και μπήκε για δεύτερη φορά στην Ιατρική και μάλιστα με την υψηλότερη δυνατή βαθμολογία.




Η συγκλονιστική ιστορία που Μπράντον Λι

Είκοσι πέντε χρόνια μετά, η ιστορία του, που είναι πασίγνωστη στη Σκωτία, έγινε ταινία στη μεγάλη οθόνη σε σκηνοθεσία του Τζόνο Μακ Λέοντ, ο οποίος ήταν συμμαθητής του το 1993.

Η ταινία “My Old School” (μτφ. “Το παλιό μου σχολείο”) περιλαμβάνει συνεντεύξεις με παλιούς δασκάλους και φίλους του από το σχολείο, καθώς και μια συνέντευξη με τον ίδιο αν και αρνήθηκε να εμφανιστεί στην οθόνη και στην ταινία τον υποδύεται ο διάσημος ηθοποιός Άλαν Κάμμινγκ.

Η ταινία – που βγήκε μόλις στους κινηματογράφους – περιγράφει πώς ο Μακκίνον επέστρεψε στο παλιό του σχολείο στα βόρεια της Γλασκώβης, το 1993, παρόλο που είχε ήδη αποφοιτήσει από εκεί το 1980 και είχε συνεχίσει τις σπουδές του στην Ιατρική στο Πανεπιστήμιο, από το οποίο όμως διαγράφηκε λόγω αποτυχίας σε κάποια μαθήματα.

Κανένας από τους καθηγητές- συμπεριλαμβανομένων εκείνων που τον είχαν μαθητή την πρώτη φορά – δεν αντιλήφθηκε την πραγματική του ταυτότητα και έτσι έγινε δεκτός στο Λύκειο, έχοντας συμμαθητές εφήβους με τα μισά του χρόνια, προκειμένου να πάρει τους βαθμούς που απαιτούνταν για να ξαναμπεί στο Πανεπιστήμιο και να πραγματοποιήσει το όνειρό του να γίνει γιατρός.

Ο Μακκίνον ήταν αρχικά μαθητής στο Λύκειο Bearsden μεταξύ 1974 και 1980 και πήρε τους βαθμούς που χρειαζόταν για να σπουδάσει Ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης.

Ωστόσο εκεί, απέτυχε δύο φορές στις εξετάσεις του σε ένα μάθημα και τον διέγραψαν, σύμφωνα με το σύστημα του Πανεπιστημίου, το 1983. Δέκα χρόνια αργότερα, αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές του στην ιατρική, με κίνητρο τον θάνατο του πατέρα του από αδιάγνωστο καρκίνο.

Η απάτη που σκαρφίστηκε για να γίνει γιατρός

Για να φοιτήσει στο πανεπιστήμιο για δεύτερη φορά, σχεδίασε το διαβόητο πλέον τέχνασμα και ξαναπήγε στο Λύκειο, στην προτελευταία τάξη, στο παλιό του σχολείο, το Bearsden. Άλλαξε το όνομά του σε Μπράντον Λι- χωρίς να καταλάβει πως αυτό ήταν το όνομα του πρόσφατα αποθανόντος γιου του θρύλου των πολεμικών τεχνών Μπρους Λι- και προσποιήθηκε ότι ήταν από τον Καναδά – μιλώντας ακόμη και με ψεύτικη καναδική προφορά.

Έστησε για τον εαυτό του ένα δραματικό παρελθόν, λέγοντας στους καθηγητές του πως η μητέρα του- που ήταν τραγουδίστρια της όπερας- είχε πεθάνει, μετά από λίγο πέθανε και ο πατέρας του και πήγε να ζήσει με τη γιαγιά του στη Σκωτία.

Βέβαια, για να μπορέσει να υποστηρίξει – με έγγραφα- την ιστορία του, προσκόμισε στο Λύκειο δύο συστατικές επιστολές – πλαστές προφανώς- μια από τον Καναδά και μία από το Λονδίνο, αλλά το σχολείο απλώς τις αρχειοθέτησε, χωρίς να τις ελέγξει. Ένα από τα ονόματα αυτών που υπέγραφαν τις συστατικές επιστολές ήταν πρώην φίλη του Μικ Τζάγκερ των Rolling Stones!

Παρά το γεγονός ότι ήταν δύο φορές μεγαλύτερος από τους άλλους μαθητές και ψηλότερος από τους περισσότερους και με διαφορετικές συνήθειες – κρατούσε σάκα στο σχολείο αντί για σακίδιο πλάτης – έλεγε σε όλους πως απλώς μεγαλόδειχνε, αν και μια φορά του ξέφυγε σ΄έναν συμμαθητή του πως θυμόταν την ημέρα που ο Έλβις Πρίσλεϋ πέθανε, το 1977, τη χρονιά που υποτίθεται ότι γεννήθηκε ο “Μπράντον”.


Η δεύτερη ευκαιρία στο όνειρο και η αυτοβιογραφία ενός παιδιού με IQ 161

Ήταν πολύ έξυπνος, είχε IQ 161 (επίπεδο ιδιοφυΐας) , αλλά έμενε λίγο πίσω στα μαθήματα επίτηδες για να μην γίνει δαχτυλοδεικτούμενος και αποκαλυφθεί, έγινε ένας πολυδιάστατος μαθητής στο σχολείο, εντάχθηκε στην ποδοσφαιρική ομάδα και στην ομάδα debating και κατάφερε, με τον τρόπο του, να πείσει τα παιδιά που έκαναν bullying στο σχολείο – αφού τα πήρε υπό την προστασία του ακούγοντάς τα χωρίς να τα καταδικάζει, να αλλάξουν στάση ζωής.

Κάποια στιγμή, η ψεύτικη βορειοαμερικανική προφορά του τού έδωσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια σχολική παράσταση, στην οποία έπρεπε να φιλήσει ένα 16χρονο κορίτσι. ΄Ηρθε σε πολύ δύσκολη θέση και παρ΄ολίγον να αποκαλυφθεί. Κατάφερε να αντέξει μέχρι το βράδυ της παράστασης, αλλά ακόμη και το φιλί που -περίμεναν όλοι- ένα φιλί που ένα κορίτσι θα έδινε στον πατέρα του.

Η καθηγήτριά του Γκουίνεθ Λάιτμπόντι, 78 ετών σήμερα και συνταξιούχος, είπε ότι αρχικά τον μπέρδεψε με έναν ενήλικα μαθητή, αλλά στη συνέχεια πείστηκε ότι ήταν ώριμος επειδή ήταν Καναδός.

Όπως αφηγείται: «Εκείνη την εποχή το σχολείο είχε μια ξεχωριστή τάξη για ενήλικες μαθητές που έκαναν μαθήματα και νόμιζα ότι ήταν ενήλικος μαθητής, αλλά εκείνος απάντησε, “Είμαι στην τάξη σας”. Εξεπλάγην, αλλά μπήκε και έκανε την εγγραφή στην κανονική τάξη. Έπειτα έκανα το μάθημά μου και στο διάστημα που μεσολάβησε ένας από τους καθηγητές Φυσικών Επιστημών μου είπε, “έχεις αυτόν τον άνθρωπο στην τάξη σου;” Και είπα “ναι” και μείναμε και οι δύο έκπληκτοι. Αλλά ήταν εξαιρετικός μαθητής, καθόταν πάντα στο πρώτο θρανίο. Μερικές φορές οι μαθητές στο εξωτερικό ωριμάζουν πιο γρήγορα από τους Βρετανούς και απλώς υπέθεσα ότι αυτό συνέβαινε με τον Μπράντον, καθώς, όπως γνωρίζαμε, ήταν από τον Καναδά. Είχαμε άλλα πράγματα να σκεφτούμε εκείνη την εποχή, ήμασταν απασχολημένοι. Ήταν απλώς μια περίεργη κατάσταση αλλά δεν δώσαμε περισσότερη σημασία».

Και συνέχισε: «Νομίζω ότι θα τον είχα αναγνωρίσει αν τον είχα διδάξει την πρώτη του φορά στο σχολείο. Ένα μεγάλο λάθος ήταν ότι το σχολείο δεν επέμενε ποτέ να δει το πιστοποιητικό γέννησής του».

Παρά τις δυσκολίες τα κατάφερε και έμεινε απαρατήρητος για δύο χρόνια. Στις εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο πήρε πέντε βαθμούς Α – άριστα δηλαδή- γεγονός που του χάρισε μια θέση στο Πανεπιστήμιο του Νταντί για να σπουδάσει Ιατρική.

Η αποκάλυψη και η καταδίκη σε μια ζωή μακριά από το όνειρο

Το όνειρό του να γίνει γιατρός ήταν πολύ κοντά στο να γίνει πραγματικότητα, ώσπου η τύχη του τελείωσε: ένας γείτονας άφησε να διαρρεύσει η πραγματική του ταυτότητα το 1995, βάζοντάς τον στο επίκεντρο μιας φρενίτιδας των ΜΜΕ, που τελικά του κόστισε τη θέση του στο πανεπιστήμιο για δεύτερη φορά. Ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου του Νταντί τον απέβαλε από τη σχολή λόγω «έλλειψης ακεραιότητας».

Η κυρία Λαϊτμπόντι, η οποία εξακολουθεί να ζει κοντά στο παλιό της σχολείο, είπε ότι δεν είχε καταφέρει να μιλήσει στον Μακκίνον από τότε που αποκαλύφθηκε η πραγματική του ταυτότητα, παρά το γεγονός ότι προσπάθησε να τον βρει σε ένα τοπικό σούπερ μάρκετ.

Εξήγησε: «Για χρόνια, τον έβλεπα να ψωνίζει στο Tesco με τη μητέρα του. Προτιμούσε τα βράδια γιατί ήταν πιο ήσυχα. Συνήθιζε να φοράει ένα καπέλο του μπέιζμπολ χαμηλά. Μία ή δύο φορές τον ακολούθησα για να δω αν θα μπορούσα να τον προλάβω, αλλά πάντα εξαφανιζόταν μόλις ήξερε ότι κάποιος τον είχε εντοπίσει. Είναι μια εκπληκτική ιστορία, αλλά πραγματικά θλιβερή, διότι δεν κατάφερε ποτέ να ασχοληθεί με την ιατρική. Αλλά πόσο καιρό θα μπορούσε να συνεχίσει με ένα ψεύτικο όνομα; Το τέχνασμα θα είχε ανακαλυφθεί αργά ή γρήγορα».

Ο γλυκομίλητος ΜακΚίνον τώρα ζει μόνος του, επιλέγοντας τη μοναξιά του, αλλά πάντα κοντά στο παλιό του σχολείο. Πηγαίνει στην τοπική βιβλιοθήκη – όπου λέγεται ότι διαβάζει για θεωρίες συνωμοσίας στο Διαδίκτυο – αλλά ως επί το πλείστον προτιμά να είναι μόνος. Πριν από μερικά χρόνια εργαζόταν σε ένα τοπικό βιομηχανικό πάρκο, αλλά είπε ότι σταμάτησε αφού δέχθηκε επίθεση από μια συμμορία ανδρών.

Έγραψε την αυτοβιογραφία του, που δημοσιεύτηκε διαδικτυακά το 1997, και σχεδιάζει να κυκλοφορήσει μια ενημερωμένη έκδοση αργότερα φέτος.

Αν και ήταν πάντα απρόθυμος να μιλήσει για το παρελθόν – κάποτε απέρριψε μια μεγάλη συμφωνία πολλών εκατοντάδων χιλιάδων λιρών για έκδοση του βιβλίου του – είπε στην MailOnline: «Έκανα ό,τι έκανα. Αυτό ήταν τότε και αυτό είναι τώρα. Έσκυψα το κεφάλι μου και συνέχισα. Υπήρχαν μερικοί καθηγητές τη δεύτερη φορά που με είχαν διδάξει και την πρώτη, αλλά κανείς τους δεν με αναγνώρισε. Μπορεί να λένε σε αυτή τη ταινία πως με αναγνώρισαν, αλλά δεν το έκαναν. Φυσικά δεν το έκαναν. Όταν σκοπεύω να κάνω κάτι, το κάνω καλά. Το ίδιο ήταν και με την Ιατρική. Ήμουν καλός φοιτητής και τα πήγαινα πάρα πολύ καλά».

Τον Ιανουάριο, μιλώντας μέσα από μια χαραμάδα της πόρτας του μικρού διαμερίσματός του στον πρώτο όροφο ενός κτηρίου της Γλασκώβης, όπου μένει μόνος, ο άνεργος Μακκίνον κατακεραύνωσε την ταινία και είπε στην MailOnline: «Δεν είχα οποιαδήποτε σχέση με αυτήν την ταινία και δεν μ΄ενδιαφέρει διόλου να δω ούτε ένα απόσπασμά της. Δεν έχω δώσει ποτέ συνέντευξη στον Τζόνο Μακλέοντ, δεν θυμάμαι καν να ήμουν στο σχολείο μαζί του τη δεύτερη φορά».

Αυτές τις μέρες ο Μακκίνον σπάνια βγαίνει έξω – και είπε στη MailOnline ότι, όταν ο Μακλέοντ τον πλησίασε σε ένα καφέ στο West End της Γλασκώβης πριν από πέντε χρόνια για να του περιγράψει τα σχέδιά του για μια ταινία για αυτόν, εκείνος απλώς έφυγε: «Ο Mακλέοντ εμφανίσθηκε μπροστά μου σε μια καφετέρια το 2017, αυτοπροσκλήθηκε να καθίσει στο τραπέζι μου και ήταν νευρικός, αδιάκριτος και πιεστικός. Είπε ότι ήταν δημιουργός ταινιών ντοκιμαντέρ, είχε μια συλλογή με αποκόμματα εφημερίδων που αφορούσαν εμένα και ότι ήταν συμμαθητής μου στο σχολείο. Είπε επίσης ότι ήταν επικεφαλής μιας εταιρείας παραγωγής και είχε εξασφαλίσει τις υπηρεσίες του ηθοποιού Άλαν Κάμινγκ για να με υποδυθεί. Του έκοψα τον βήχα, σηκώθηκα, πήρα το σακάκι μου στο χέρι και πήγα γρήγορα προς την πόρτα, ενώ εκείνος συνέχιζε να μου λέει για τον Άλαν Κάμινγκ».

Οι γείτονες είπαν πως ο Μακκίνον ζει σαν ερημίτης, σπάνια βγαίνει από το σπίτι. Ένας γείτονας είπε: «Ζει εδώ μερικά χρόνια, αλλά είναι πολύ ήσυχος, δεν τον βλέπουμε και πολύ. Δεν βγαίνει πολύ έξω, μόνο ως τη βιβλιοθήκη, αλλά περνάει πολύ χρόνο στο διαμέρισμα. Κρατά τον εαυτό του για τον ίδιο και μόνον. Έχω ακούσει την ιστορία του, είναι πραγματικά απίστευτο που κατάφερε όλα αυτά. Μου αρέσει, είναι ωραίος τύπος».

Ο σκηνοθέτης Τζόνο Μακλέοντ είπε στη Mirror: «Πολλοί παλιοί συμμαθητές έχουν τη δική τους άποψη για το τι έκανε ο “Μπράντον”, αλλά ως επί το πλείστον τρέφουν αγάπη για αυτόν. Βέβαια, αυτό δε συμβαίνει με όλους. Η ταινία δεν είναι “αποκαθήλωσή” του, αλλά δεν συμφωνώ με όλες τις αποφάσεις που πήρε τότε».


Καλλιόπη Παΐσιου: Το τραγικό τέλος της φωνής του θρυλικού «141» που έλεγε την ώρα στο τηλέφωνο - Τη «λύτρωσε» ο ίδιος της ο σύζυγος


Σαν σήμερα η Καλλιόπη Παΐσιου, κατάκοιτη από εγκεφαλικό, δολοφονήθηκε από τον 90χρονο σύζυγό της που μετά αυτοκτόνησε.

Η Πιπίτσα Παΐσιου ήταν η βελούδινη φωνή του ραδιοφώνου της ΕΡΤ και ήταν εκείνη που ενημέρωνε το κοινό που απευθυνόταν στον ΟΤΕ για να μάθει την ώρα. «Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι…» . Ήταν επίσης η πρώτη εκφωνήτρια μιας εξίσου πρωτοπόρου προσπάθειας για τη λειτουργία ραδιοφωνικού σταθμού στην Ελλάδα.

Το 1948 μια ομάδα ερασιτεχνών οδηγών του 781 Λόχου Γενικών Μεταφορών δημιούργησε τον σταθμό που χαρακτηρίστηκε «προπομπός της ΥΕΝΕΔ». Κάλεσαν για δοκιμαστικά διάφορες γυναίκες και τελικά ως εκφωνήτρια επελέγη η Πιπίτσα Παΐσιου, η οποία με τη «βελούδινη φωνή» της είχε κερδίσει τους ακροατές του νεότευκτου τότε σταθμού.

Η Καλλιόπη Παΐσιου, κατάκοιτη μετά από εγκεφαλικό, δολοφονήθηκε από τον 90χρονο σύζυγό της στις 19 Μαρτίου 2010, στο σπίτι τους στα Βριλήσσια, 5 μέρες αφότου βγήκε από το νοσοκομείο και χωρίς ελπίδα να επανέλθει. Στο σημείωμα που άφησε ο Παΐσιος, ο οποίος στη συνέχεια αυτοκτόνησε, αναφέρει ότι στην πράξη του τον οδήγησε «η απελπισία, η θλίψη και η αγάπη για τη γυναίκα του».

Ο σύζυγός της, σύμφωνα με τα ιατροδικαστικά ευρήματα, αποφάσισε να τη λυτρώσει από την περιπέτειά της. Τοποθέτησε το μαξιλάρι στο πρόσωπό της, την ώρα που εκείνη κοιμόταν, με αποτέλεσμα να της προκαλέσει ασφυξία και να πεθάνει. Στη συνέχεια πήρε ένα μαχαίρι, το τοποθέτησε κάθετα στο δάπεδο και έπεσε με ορμή πάνω του ακολουθώντας για πάντα και στον θάνατο τη σύζυγό του.

Η Καλλιόπη Παΐσιου, η «Πιπίτσα» όπως την αποκαλούσαν οι συνάδελφοί της στη ραδιοφωνία, σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή από τη δεκαετία του ‘50 και τα χρόνια που ακολούθησαν. Η Παΐσιου ήταν η φωνή της γνωστής φράσης «στον επόμενο τόνο» της υπηρεσίας εξυπηρέτησης συνδρομητών του ΟΤΕ, από το 1960.

Φωνή που διατηρήθηκε ως πρόσφατα, στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Η ίδια η Καλλιόπη Παΐσιου είχε περιγράψει πως είχε γίνει η επιλογή της για να εκφωνεί την ώρα. «Στη δεκαετία του ‘50 μας φώναξαν από τον ΟΤΕ περίπου δέκα εκφωνήτριες. Πήγαμε στο στούντιο της ΕΡΤ για να κάνουμε το δοκιμαστικό. Μετά από λίγο με φώναξαν και μου είπαν: «κ. Παΐσιου εσάς επιλέξαμε». «Εμένα;» τους ρώτησα. Έτσι έγινε».

Η ίδια αναφερόταν στο γεγονός ως μία σύμπτωση: «Η ώρα… Μια σύμπτωση ήταν. Τίποτε παραπάνω. Μου το ζήτησαν, την εκφώνησα… Τέλος. Αυτό είναι όλο. Πέρασα τόσα στο ραδιόφωνο… Τριάντα δύο χρόνια εκφωνήτρια… Μόνο αυτό, ένα «στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι…».

Η συσκευή που μετέδιδε την ώρα ήταν μια τετράγωνη σιδερένια μεταλλική κατασκευή που έμοιαζε με τραπέζι. Μέσα ήταν τοποθετημένο ένα ρολόι μεγάλης ακρίβειας και ένας μεγάλος μεταλλικός κύλινδρος που περιστρεφόταν. Πάνω στον κύλινδρο ήταν γραμμένες οι φωνές των λεπτών, των ωρών και των δευτερολέπτων του 24ωρου. Έτσι όποιος καλούσε το 141 άκουγε την ώρα μέσα από αυτό τον μηχανισμό. Η συσκευή λειτούργησε για 25 ολόκληρα χρόνια από το 1975 έως το 2000.

O θάνατος του ιδρυτή του ΟΠΑΠ: Μία ανεξιχνίαστη δολοφονία γεμάτη θεωρίες συνωμοσίας


Συμπληρώνονται τέσσερις δεκαετίες από το βράδυ της 19ης Μαρτίου 1983, όταν ο εκδότης της «Βραδυνής» έπεφτε νεκρός στο γραφείο του

Ο Τζώρτζης Αθανασιάδης ήταν Έλληνας δημοσιογράφος, εκδότης και επιχειρηματίας, διευθυντής και κύριος μέτοχος των εφημερίδων «Βραδυνή» και «Ναυτεμπορική». Υπήρξε στενός φίλος και συνεργάτης του πρωθυπουργού και Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Καραμανλή, ιδρυτής και πρώτος πρόεδρος του ΟΠΑΠ, πρόεδρος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής και πρόεδρος της Ένωσης Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών.

Τη νύχτα του Σαββάτου 19 Μαρτίου 1983, ο Αθανασιάδης δολοφονήθηκε μέσα στο γραφείο του στην «Βραδυνή». Ο εκτελεστής τον πυροβόλησε τρεις φορές. Μετά τη δολοφονία, μια γυναίκα τηλεφώνησε στη «Βραδυνή» και είπε ότι την ευθύνη για την «εκτέλεση» του Αθανασιάδη αναλαμβάνει η οργάνωση «Αντιστρατιωτική Πάλη», και υπέδειξε και το σημείο, στη διασταύρωση των οδών Σταδίου και Αιόλου, όπου υπήρχε προκήρυξη της οργάνωσης, η οποία και βρέθηκε. Όμως, οργάνωση με τίτλο «Αντιστρατιωτική Πάλη» υπήρχε ήδη, και δραστηριοποιούνταν (εντελώς ειρηνικά) στο κίνημα εναντίον της υποχρεωτικής στράτευσης (μάλιστα, εξέδιδε και σχετική εφημερίδα). Η κανονική Αντιστρατιωτική Πάλη διέψευσε οργισμένα την ανάμειξή της στην υπόθεση και ποτέ δεν προέκυψαν στοιχεία σε βάρος των μελών της.

Η εκδοχή της πολιτικής δολοφονίας

Ένας απ’ τους πρώτους ανθρώπους που έφτασαν στον τόπο του εγκλήματος ήταν ο εισαγγελέας Γιώργος Θεοφανόπουλος, ο οποίος δήλωσε ότι η δολοφονία ήταν καλά οργανωμένη και είχε πολιτικό χαρακτήρα. Ο Θεοφανόπουλος δολοφονήθηκε την 1η Απριλίου του 1985 από την τρομοκρατική οργάνωση του Χρήστου Τσουτσουβή, “Αντικρατική Πάλη”. Ντάνος Κρυστάλλης Οι αρχές ήλπιζαν ότι θα έβρισκαν αμέσως τον δολοφόνο του Αθανασιάδη και θα έριχναν φως στην υπόθεση.

Όμως, ο δράστης είχε εξαφανιστεί και η έρευνα δεν οδηγούσε πουθενά. Τότε, το τηλεφώνημα μιας γυναίκας έδωσε νέα ώθηση στις έρευνες. Σε κάδο απορριμάτων στη διασταύρωση των οδών Σταδίου και Αιόλου, υπήρχε προκήρυξη της τρομοκρατικής οργάνωσης “Αντιστρατιωτική Πάλη”, που ανέλαβε την ευθύνη για τη δολοφονία Αθανασιάδη. Όμως την επόμενη μέρα, με δεύτερη προκήρυξη, η οργάνωση αποποιήθηκε την ευθύνη και τότε η προσοχή των αρχών στράφηκε προς τη 17 Νοέμβρη.

Και αυτή η οργάνωση ανακοίνωσε ότι δεν είχε καμία συμμετοχή. Η 17Ν σχολίασε μάλιστα, ότι η δολοφονία θύμιζε ενέργεια της CIA ή της ΚΥΠ, της ελληνικής υπηρεσίας πληροφοριών. Η έρευνα οδήγησε την αστυνομία στο σπίτι του πράκτορα της ΚΥΠ, Ντάνου Κρυστάλλη, ο οποίος συνελήφθη τον Σεπτέμβριο του 1985. Στο σπίτι του βρέθηκαν αδημοσίευτες προκηρύξεις της “Αντιστρατιωτικής Πάλης”. Ο Κρυστάλλης δήλωσε ότι ως “πράκτορας διείσδυσης”, είχε έρθει σε επαφή με την τρομοκρατική οργάνωση και έτσι έπεσαν στα χέρια του οι προκηρύξεις.

Σύμφωνα με τη mixanitouxronou.gr, το δικαστήριο κατέληξε ότι ο Κρυστάλλης δεν είχε πάρει μέρος στη δολοφονία του Αθανασιάδη. Ο Καραμανλής επισκέφτηκε την οικογένεια Αθανασιάδη μετά τη δολοφονία. Η συγκίνηση του ήταν διάχυτη. Οι πολιτικοί και η δολοφονία Αθανασιάδη Δεν έχει αποδειχθεί επισήμως ότι η δολοφονία του Αθανασιάδη είχε πολιτικά κίνητρα. Πάντως, σίγουρα χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο από τους πολιτικούς.

Η Νέα Δημοκρατία κατηγορήθηκε ότι πάτησε πάνω στο πτώμα του Αθανασιάδη για να “αναστηθεί”. Παρατηρήθηκε εντονότερη συσπείρωση μέσα στο κόμμα, το οποίο είχε αρχίσει να χάνει τη δυναμική του τα τελευταία χρόνια. Το ΠΑΣΟΚ κατηγορήθηκε ότι εκμεταλλεύθηκε τη δολοφονία για να σπείρει διχόνοια και συνθήματα μίσους ανάμεσα στους πολίτες και την αντιπολίτευση. Η κηδεία του Τζώρτζη Αθανασιάδη τέλεστηκε στη Μητρόπολη Αθηνών στις 23 Μαρτίου του 1983. Παρευρέθηκαν εκατοντάδες άνθρωποι, οι περισσότεροι μέλη της Νέας Δημοκρατίας, για να αποχαιρετήσουν έναν απ’ τους μεγαλύτερους εκδότες της Ελλάδας. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε επισκεφτεί την οικογένεια του Αθανασιάδη την επομένη της δολοφονίας, αλλά δεν παρέστη στην κηδεία. Είχε μάλιστα παρακαλέσει την οικογένεια να κάνει κρυφά την κηδεία για να μην προκληθούν ταραχές. Η υπόθεση Αθανασιάδη παραμένει ανεξιχνίαστη μέχρι σήμερα

Από τότε η δολοφονία Αθανασιάδη αποτελεί αντικείμενο διάφορων θεωριών: ότι ο Αθανασιάδης δολοφονήθηκε από τον υπόκοσμο επειδή χρωστούσε λεφτά σε τοκογλύφους, ότι δολοφονήθηκε από ελληνική ή ξένη μυστική υπηρεσία που επιθυμούσε αναταραχή στο πολιτικό σκηνικό κτλ.

Σπύρος Βελέντζας: Αυτός ήταν ο Έλληνας νονός της Νέας Υόρκης


Ο Σπύρος Βελέντζας έχει συμπληρώσει σχεδόν τρεις δεκαετίες πίσω απ’ τα σίδερα για έναν φόνο που ποτέ δεν παραδέχτηκε και για δεκάδες άλλες παρανομίες -από τζόγο μέχρι εκβιασμούς- που δεν μπήκε καν στον κόπο να αρνηθεί. Στα 88 του πια, ο κάπο της Velentzas Family, περνά αθόρυβα τις μέρες του και τίποτα δε θυμίζει τον άνθρωπο που κάποτε έκανε κουμάντο στην ελληνική μαφία της Νέας Υόρκης, τον νονό που για χάρη των Lucchese ήλεγχε την Αστόρια και κάθε μπαρμπουτιέρα μέσα στην περιοχή του.

Η ιστορία του Βελέντζα ξεκινά στα τέλη των 40s όταν έφτασε στις ΗΠΑ μαζί με την οικογένεια του σε ηλικία 14 ετών. Αρχικά, θα εγκατασταθούν στη Βοστόνη, όπου ο πατέρας του θα ανοίξει ένα εστιατόριο. Λίγα χρόνια αργότερα θα το πουλήσει και το 1950 θα μετακομίσουν στην Αστόρια, την ελληνική γειτονιά του Κουίνς.

Και στη Νέα Υόρκη, ο πατέρας του Σπύρου θα ανοίξει εστιατόριο και θα προσπαθήσει να ζήσει έντιμα την οικογένεια του. Κάτι τέτοιο όμως αφήνει εντελώς αδιάφορο τον γιο του.

Με τις πλάτες του Πήτερ Κουράκος, του τότε νονού της ελληνικής μαφίας, θα ανοίξει ένα καφενείο, όπου το μπαρμπούτι και τα χαρτιά θα τραβήξουν σαν μαγνήτες τα δολάρια των Ελλήνων ομογενών. Την ίδια στιγμή, θα γίνει το δεξί χέρι και ο οδηγός του μανιάτικης καταγωγής γκάνγκστερ.

Θα είναι ο άνθρωπος που θα τον πηγαινοφέρνει στις συναντήσεις με τους υπόλοιπους μαφιόζους, αφήνοντας στο πόδι του, τον μικρότερο αδερφό του τον Τζίμη, να προσέχει το μαγαζί.

Η ιταλική μαφία θα μάθει ότι το χρήμα ρέει άφθονο στο καφενείο και θα απαιτήσει το μερίδιό της. Θα το πάρει και ως αντάλλαγμα θα δώσει την πολύτιμη προστασία της. Κανείς πια δεν μπορεί να αγγίξει τους Έλληνες χωρίς την άδεια της φαμίλιας.




Σπύρος Βελέντζας, ο προσωπικός φίλος του John Gotti


Ο John Gotti παρακολουθεί αγώνα μποξ στο Madison Square Garden / AP Photo/Mark Lenihan

Στα 30 του ο Βελέντζας (ή Σακαφλιάς όπως θα είναι το παρατσούκλι του) θα γνωρίσει τον John Gotti, τον μελλοντικό capo di tutti capi, τον μετέπειτα πανίσχυρο αρχηγό και των πέντε οικογενειών της Νέας Υόρκης. Τότε όμως είναι ακόμα ένας απλός «στρατιώτης» στην οικογένεια των Gambino και παρότι ανήκουν σε διαφορετικές φαμίλιες, μεταξύ των οποίων η ειρήνη ήταν πάντοτε θέμα χρόνου για να σπάσει, θα γίνουν αμέσως φίλοι.

Όταν ο “Pete the Greek” θα πεθάνει, η ελληνική μαφία δε θα μείνει ακέφαλη για πολύ. Ο Βελέντζας θα πάρει το χρίσμα από τους Lucchese, θα γίνει ο νούμερο 1 της ελληνικού υποκόσμου και θα αποδειχτεί ένα πολύ χρήσιμο χαρτί στα χέρια των Ιταλών. Είναι πανέξυπνος, αδίστακτος και ξέρει να βγάζει καλά λεφτά για χάρη τους. Επί 20 χρόνια θα δίνει δέκα χιλιάρικα τον μήνα στη φαμίλια μόνο από τις δραστηριότητές του, χώρια όλες τις υπόλοιπες εξυπηρετήσεις που προφανώς τους εξασφαλίζει πολύ περισσότερο χρήμα.




«Τα χρήματα είναι πάντα ευπρόσδεκτα, ακόμη και όταν έρχονται σε μαύρες σακούλες» θα είναι μία από τις πιο χαρακτηριστικές του εκφράσεις.

Στο καφενείο του συνεχίζει να συχνάζει ο John Gotti, όλοι ξέρουν ότι είναι κολλητοί και το χαρτί είναι η αγαπημένη τους συνήθεια. Ο “Spiro” θα επεκτείνει τις δουλειές του. Θα ανοίξει παράνομες λέσχες, θα δουλέψει ως τοκογλύφος, θα ανοίξει εστιατόρια, φούρνους, ταξιδιωτικά γραφεία. Οι δουλειές πάνε πολύ καλά για τον Έλληνα αρχινονό, η συμμορία του μετράει σχεδόν 40 άτομα. Αν και επίσημα στην greek mafia δεν υπάρχει η αυστηρή ιεραρχία που συναντάμε στην ιταλική, είναι αναμφισβήτητα το μεγάλο αφεντικό.

«Ήμουν με τον δικό μου τρόπο ο βασιλιάς των Ελλήνων», θα παραδεχτεί πολλά χρόνια αργότερα, το 1994, σε συνέντευξή του.

«Με ήξεραν όλοι, έδινα τις εντολές και ήμουν το αφεντικό της Αστόρια. Έκανα business στις κατασκευές, άνοιξα εστιατόρια, ενεχυροδανειστήρια, αλλά τα πολλά λεφτά τα έβγαλα από τον τζόγο. Τα έχασα όμως όλα στον ιππόδρομο».

Πράγματι, ο ιππόδρομος θα είναι το μεγάλο πάθος του Spiro. Όταν δε θα ποντάρει ολόκληρες περιουσίες σε άλογα, θα περνάει μια βόλτα απ’ το Μπρούκλιν και τη Μικρή Ιταλία για να φάει μαζί με τους φίλους του, τον Gotti, τον Sammy Gravano και τον Fat Pete Chiodo. Ο τελευταίος είναι βασικό μέλος της φαμίλιας των Lucchese και ο άνθρωπος στον οποίο ο Βελέντζας λογοδοτεί για τα πάντα.

Παρά το γεγονός ότι ο Βελέντζας θα πέσει πολλές φορές στα χέρια της αστυνομίας, άλλοτε για λαθρεμπόριο πετρελαίου άλλοτε για κλοπές και φοροδιαφυγή, πάντα θα τη γλιτώνει. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 θα γλιτώσει και από το χτύπημα μίας ομάδας εκτελεστών.

Ένα βράδυ, όπως θα επιστρέφει στο σπίτι του, θα πέσει σε ενέδρα. Θα προλάβει να ανταποδώσει τους πυροβολισμούς, οι επίδοξοι δολοφόνοι του θα το βάλουν στα πόδια, με εκείνον να πληγώνεται ελαφρά.

Το χτύπημα είχε διαταχθεί από την οικογένεια των Gambino. Ο Βελέντζας είχε επιχειρήσει να ανοίξει μια παράνομη λέσχη στην περιοχή που άνηκε στην οικογένεια των Gambino και αυτό δεν μπορούσε να περάσει έτσι. Αρχηγός τους ήταν πια ο Gotti, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να διατάξει τη δολοφονία του επί χρόνια φίλου του. Στην πραγματικότητα το θεώρησε ακόμη μεγαλύτερη προσβολή να τη «βρει» από έναν δικό του.

«Να πείτε σε αυτόν τον αλήτη ότι εγώ, ο John Gotti, θα του κόψω το γαμημένο το κεφάλι!», είχε φωνάξει στους συνεργάτες του, φράση που κατέγραψε και ο κοριός του FBI, που βρισκόταν πάντα στο κατόπι του, περιμένοντας να τον δέσει.

Στην πραγματικότητα, όμως, ο Βελέντζας είχε παραπλανηθεί από τον Fat Pete Chiodo, δεν είχε ποτέ σκοπό να μπει σε ξένη περιοχή. Απλώς είχε λάθος πληροφορίες. Ζήτησε συγγνώμη απ’ τον παλιό του φίλο και το θέμα τελείωσε εκεί.

Στα 80s θα συνεχίσει να είναι ένα απ’ τα μεγαλύτερα ονόματα της νεουορκέζικη μαφίας. Ήσυχος, αθόρυβος, θα συνεχίσει τη δράση του, περνώντας κάτω απ’ το ραντάρ του Τύπου, σε αντίθεση με τον Gotti που του αρέσει να επιδεικνύει τα πλούτη του. Εντούτοις, στις 26 Οκτωβρίου του 1988, μία δολοφονία θα φέρει σιγά-σιγά και το τέλος της παντοδυναμίας του.

Η αρχή της πτώσης

Ο Βελέντζας μιλάει στο τηλέφωνο με τον Sammy Nalo, έναν γνωστό κλέφτη κοσμημάτων της περιοχής του Κουίνς. Είχαν κλείσει ραντεβού να συναντηθούν στις 6 το απόγευμα στο Olympic Travel της Αστόρια, το ταξιδιωτικό γραφείο του Βελέντζα, και παρότι ο Nalo θα πάει στο μέρος που συμφώνησαν, ο Έλληνας θα προτιμήσει τελευταία στιγμή να τον στήσει και να τα πει μαζί του από το τηλέφωνο. Ξαφνικά απ’ την άλλη άκρη της γραμμής θα φτάσουν στα αυτιά του τέσσερις πυροβολισμοί. Ένας άντρας έχει ρίξει στον Nalo μέσα στο ταξιδιωτικό γραφείο και τον έχει τραυματίσει βαριά. Ο θάνατός του είναι πλέον θέμα λεπτών.

Ο Nalo, λίγο πριν αφήσει την τελευταία του αναπνοή θα προλάβει να πει στους αστυνομικούς ότι «ο Spiro το έκανε», μαρτυρία όμως που αργότερα στη δίκη δεν θα έπειθε τους δικαστές. Ο Βελέντζας θα αθωωνόταν.

Εκείνος όμως που θα τον «έκαιγε» τελικά τέσσερα χρόνια αργότερα θα ήταν -και πάλι- ο Fat Pete Chiodo.

Ο Chiodo λόγω μίας παρεξήγησης έπεσε θύμα ενέδρας από τους δικούς του άντρες, από την οικογένεια Lucchese, γιατί υποψιάζονταν ότι θα τους έδινε στο FBI. Θα τον πυροβολήσουν δώδεκα φορές σε ένα βενζινάδικο του Staten Island, αλλά προς καλή του τύχη, θα καταφέρει να επιβιώσει. Και τότε θα καταλάβει ότι μόνο μία λύση του απομένει, αν θέλει να παραμείνει ζωντανός αυτός και η οικογένεια του: να μπει σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων.

O Fat Pete γνωρίζει πολλά και θα βγάλει στο φως τη δράση της νεοϋορκέζικη μαφίας. Η μπάλα θα πάρει και τον Έλληνα αρχινονό. Θα του φορτώσει τη δολοφονία του Nalo, γιατί όπως θα πει, ο τελευταίος ήθελε να μπλεχτεί στα πόδια του Spiro, ήθελε να πάρει μερίδιο από τις παράνομες δουλειές του.

Το αφεντικό της Αστόρια θα αρνηθεί την κατηγορία και θα υποστηρίξει ότι ο Nalo δολοφονήθηκε με εντολή του Fat Pete, επειδή καθυστερούσε να του αποπληρώσει ένα δάνειο 100.000 δολαρίων. Ήταν άρρωστος τζογαδόρος, πήρε τα χρήματα για να παίξει αλλά η τύχη του γύρισε την πλάτη. Κι ένα τόσο μεγάλο δάνειο όταν δεν έχεις να το επιστρέψεις, οι μέρες σου είναι μετρημένες αν το έχεις δεχτεί από το λάθος πρόσωπο.

Το 1992 ο Βελέντζας θα δικαστεί για τοκογλυφία, παράνομο τζόγο και εκβιασμούς. Θα αποδεχτεί την ενοχή του και η ποινή του θα περιοριστεί μόλις στα οκτώ χρόνια, μία ποινή χάδι.

Ο εισαγγελέας θα του ζητήσει να αποδεχτεί και την κατηγορία για τη δολοφονία του Nalo, έτσι ώστε να προστεθούν κάποια επιπλέον χρόνια ακόμη στην ποινή του. Εκείνος θα αρνηθεί, σίγουρος ότι θα μπορέσει σε μία νέα δίκη να αποδείξει την αθωότητά του. Θα κάνει λάθος όμως. Στη δίκη που θα ακολουθήσει οι δικαστές θα τον κρίνουν ένοχο και θα του επιβάλλουν την ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Στη φυλακή θα τον ακολουθήσουν και οι επί χρόνια έμπιστοι συνεργάτες του, Peter Drakoulis και Teddy “the General” Politsiadis.

Ο Σπύρος Βελέντζας βρίσκεται μέχρι και σήμερα έγκλειστος στις αμερικανικές φυλακές. Συνεχίζει να αρνείται την οποιαδήποτε ανάμειξή του στη δολοφονία του Sammy Nalo και φωνάζει ότι τον παγίδευσε ο πρώην ο Fat Pete, ο πρώην εισπράκτορας που εξελίχθηκε σε καρφί.

Όσο για την περιοχή της Αστόρια, μετά το τέλος της Velentzas Family, η αστυνομία θεωρεί ότι πλέον έχει περάσει στα χέρια της αλβανικής μαφίας.

Το τραγικό τέλος της Σοφίας Μπεφόν: Το ελικόπτερο του ΕΚΑΒ που επέβαινε έπεσε γιατί πήρε λάθος δελτίο καιρού


Σαν σήμερα το 2001 ψαράδες εντόπισαν το πτώμα της Σοφίας Μπεφόν στην παραλία Μπάλος των Χανίων. Στο μέρος που ονειρευόταν να ζήσει.

Στις 18 Μαρτίου το 2001, ψαράδες εντόπισαν το άψυχο σώμα της Σοφίας Μπεφόν στην παραλία Μπάλος των Χανίων. Το μέρος εκείνο που ονειρευόταν να ζήσει. Η μοίρα όμως της είχε επιφυλάξει ένα άσχημο παιχνίδι. Σε αυτήν, στους τρεις συνεπιβάτες της και στον ασθενή που είχαν παραλάβει από την Πάτμο, με το διασωστικό ελικόπτερο του ΕΚΑΒ.

Πολλοί άνθρωποι σε περιπτώσεις έκτακτων περιστατικών από ασθένεια ή ατύχημα σε ημέρες κακοκαιρίας, διαμαρτύρονται γιατί δεν έφτασε ακόμη ελικόπτερο όποιας υπηρεσίας, διακατεχόμενοι δικαιολογημένα από αγωνία για τη ζωή του ανθρώπου τους.

Σε ένα από τα θαυμαστά βιβλία του ο αείμνηστος υποστράτηγος υγειονομικού, με την αφάνταστα πολυσχιδή δράση, με τίτλο «Αντηλιού Πυγολαμπίδα» (Φαλάσαρνα 2012) το αφιερώνει στη γιατρό Σοφία Μπεφόν που έχασε τη ζωή της σε ένα από τα τρία δυστυχήματα ελικοπτέρων του ΕΚΑΒ που κατέπεσαν μόνο σε εικοσιπέντε μήνες.

Η Μπεφόν είχε φιλοξενηθεί από τον γιατρό κάποιες φορές στην πατρίδα του στον Πλάτανο Κισσάμου και είχε φαίνεται απολαύσει τότε την ξακουστή θάλασσα του Μπάλου. Είχε εκφράσει τον θαυμασμό της γι’ αυτόν τον τόπο και στα όνειρα της ήταν όταν αποστρατευθεί να έλθει για μόνιμη κατοίκηση της σε αυτήν την περιοχή. Την είχε χαρακτηρίσει κατά τον γιατρό «Παράδεισο σωματικής και ψυχικής απόλαυσης και καταλλαγής- φωλιά πυγολαμπίδων». Και συνεχίζει ο γιατρός «Μα η επιστροφή της ήταν κάτι το ασύλληπτο για την κοινή λογική. Η ψυχή της με βάρκα το όμορφο νεανικό της κορμί ταξίδεψε εκατοντάδες μίλια, νύχτες και μέρες πολλές στα παγωμένα και άγρια κύματα, μα τελικά κατάφερε να φθάσει στον μικρό παράδεισο της Κρήτης, στον Μπάλο».

Η Σοφία Μπεφόν είχε σπουδάσει για χρόνια μουσική, αλλά είχε αποφασίσει να ασχοληθεί με την ιατρική που αγαπούσε. Είχε επιλέξει μάλιστα και την ειδικότητα της αναισθησιολόγου. Είχε εργαστεί στο Λαϊκό Νοσοκομείο και στο Αρεταίειο, ωστόσο ήθελε να επικεντρωθεί στα επείγοντα περιστατικά με την ιδιότητα της γιατρού του ΕΚΑΒ.

Ήταν επίσης διασώστρια του ΕΚΑΒ στον μεγάλο σεισμό της Αθήνας τον Σεπτέμβριο 1999, στο ναυάγιο του «Σάμινα Εξπρές» το 2000, ενώ προσέφερε εθελοντικά τις υπηρεσίες της στους σεισμούς της Τουρκίας.

Απαγωγή Μαρσελίνο: 33 χρόνια από το έγκλημα με θύμα τον «Μαραντόνα της Αγίας Βαρβάρας»


Βράδυ 18ης Μαρτίου το 1990 και ο Γιάννης-Μαρσελίνο- Τσατσάνης δεν επιστρέφει σπίτι του. Δεν έχει ειδοποιήσει κανέναν… Την επόμενη μέρα οι γονείς του πηγαίνουν στο αστυνομικό τμήμα και δηλώνουν την εξαφάνισή του. Δεν θα ξαναδούν τον γιο τους… Το καμάρι της Αγίας Βαρβάρας…
Ή όπως συνήθιζαν να τον φωνάζουν, τον «Μαραντόνα της Αγίας Βαρβάρας», καθώς το ταλέντο του στο ποδόσφαιρο με τον Κεραυνό Αγίας Βαρβάρας ήταν πλούσιο και αδιαμφισβήτητο.

Ο Μαρσελίνο δεν είχε εξαφανιστεί όμως. Είχε πέσει θύμα απαγωγής και μάλιστα από «φίλους» και συγγενείς του.

«Έλα, βρήκαμε αυτούς που έκλεψαν το κασετόφωνο σου»

Έπινε τον καφέ του στην «Τροπικάνα» όταν οι «φίλοι» του Κώστας Σπινιάρης και Δημήτρης Αγαπητός, πήγαν και του είπαν «ξέρουμε ποιοι έκλεψαν το κασετόφωνο από το αυτοκίνητό σου» και «ξέρουμε που βρίσκονται».

Πήγαν όλοι μαζί στη Νίκαια και εκεί άλλαξαν αυτοκίνητα πηγαίνοντας στο Σχιστό και συγκεκριμένα στα Πυροβολεία. Έκαναν όμως μια στάση και ξαφνικά οι Σταμάτης Γρυπαίος, Δημήτρης Σκαφτούρος και Γιάννης Λαζάρου ορμάνε πάνω στον Μαρσελίνο. Υποτίθεται, πως οι δύο «φίλοι» του δεν ήταν στο σχέδιο, οπότε υποκρίνονται τους φοβισμένους ενώ τρέχουν να φύγουν όταν πέφτει ένας πυροβολισμός στον αέρα για εκφοβισμό.




O Γιάννης-Μαρσελίνο- Τσατσάνης

Δεμένος με χειροπέδες και κουκούλα στο κεφάλι

Τον πηγαίνουν στο σπίτι του Γιάννη Πετράκη στο Χαϊδάρι που είναι μαζί με τη φίλη του Θεοφανία Μεσμερλή, οι οποίοι κι αυτοί - σύμφωνα με το σχέδιο δεν γνώριζαν τίποτα και «αιφνιδιάστηκαν», όταν τους «πάσαραν» τον Μαρσελίνο ως όμηρο απαγωγής. Τον έχουν δεμένο με χειροπέδες και φορώντας του κουκούλα στο κεφάλι.

«Για να τον ξαναδείς θέλουμε 150 εκατομμύρια δραχμές»

Ο Γρυπαίος ξεκίνησε να τηλεφωνεί στο σπίτι του Μαρσελίνο ζητώντας λύτρα για την απαγωγή. Κάνει τηλεφωνήματα από διαφορετικά σημεία της Αθήνας για να μην δώσει στόχο, προσποιείται τον ξένο, ενώ παίζει από ένα κασετόφωνο την ηχογραφημένη φωνή του Μαρσελίνο. Στις 20 Μαρτίου ο Γρυπαίος τηλεφωνεί στον πατέρα του Μαρσελίνο, τον Γιώργο Τσατσάνη και του μιλάει σε τρεις γλώσσες… Ελληνικά, αγγλικά και ιταλικά: «Ο Μαρσελίνο είναι καλά, αλλά για να τον ξαναδείς θα πρέπει να μας δώσεις 150 εκατομμύρια δραχμές».

Στο κόλπο και ο ξάδερφός του…

Ο πατέρας του προσπαθεί να μαζέψει τα χρήματα, καταφέρνει να βρει 30 εκατομμύρια δραχμές και παράλληλα κατήγγειλε στην αστυνομία την απαγωγή του. Στις επαφές του με την αστυνομία είναι μαζί και ο ανιψιός του και ξάδερφος του Μαρσελίνο, Βασίλης Βασιλείου, ο οποίος είναι κι αυτός στο σχέδιο και ενημερώνει τους απαγωγείς για κάθε κίνηση του πατέρα του.

Τον σκότωσαν με δύο σφαίρες

Οι απαγωγείς φοβούνται ότι μετά από τόσες μέρες θα έχει γνωρίσει ο Μαρσελίνο τις φωνές των Σπινάρη και Αγαπητού, των «φίλων» του, που ήταν και συμπαίκτες στον Κεραυνό, οπότε αποφασίζουν να τον σκοτώσουν. Κανείς όμως δεν φαίνεται διατεθειμένος να το κάνει. Το πήρε πάνω του ο Γρυπαίος, πυροβολώντας δυο φορές τον Μαρσελίνο: Μία στο κεφάλι και μία στον αυχένα. Τον πήγαν στα Σκούρτα της Βοιωτίας, όπου άλλαξαν αυτοκίνητο και μετά τον πήγαν σε μαντρί στο Κάτω Πηγάδι, όπου είχαν έτοιμο έναν λάκκο.

Σα να μην συνέβαινε όμως τίποτα συνέχισαν να τηλεφωνούν ζητώντας τα λύτρα.

Τα σκυλιά που βρήκαν το πτώμα και η δίκη

Τα σκυλιά ενός κτηνοτρόφου στην περιοχή, ανακάλυψαν το πτώμα και ξεκίνησαν να ξεσκάβουν το χώμα μέχρι που φάνηκε το μπουφάν του. Κάλεσε την αστυνομία, η οποία βρήκε τον άτυχο Μαρσελίνο και τις επόμενες μέρες έφτασε στη σύλληψη των δραστών.



Οι κατηγορούμενοι για την απαγωγή

Τον Δεκέμβριο του 1991 ξεκίνησε η δίκη των εγκληματιών, τους οποίους έξω από τα δικαστήρια, οι φίλοι και οι συγγενείς του Μαρσελίνο προσπαθούσαν να λιντσάρουν. Μάλιστα κατά τη μεταγωγή του ο Σπινάρης δέχτηκε πυροβολισμούς μέσα στο περιπολικό και τραυματίστηκε.

Το δικαστήριο κήρυξε ένοχους τους οκτώ κατηγορούμενους, επιβάλλοντας όμως και την θανατική ποινή στον Γρυπαίο και τον Σπινάρη, παρά το γεγονός ότι αυτή είχε καταργηθεί. Ο Σπινάρης το 2005, παραβίασε την άδεια του από τις φυλακές Αλικαρνασσού και το έσκασε στην Τουρκία. Συνελήφθη όμως ξανά ένα χρόνο μετά για εμπόριο ναρκωτικών και το 2015 εκδόθηκε πίσω στην Ελλάδα.

Serial Killer Νίκος Μεταξάς: Η ώρα των ευθυνών για τους αστυνομικούς


Πάνε σχεδόν τέσσερα χρόνια από την ημέρα που αποκαλύφθηκαν τα φρικτά εγκλήματα του κατά συρροή δολοφόνου, Νίκου Μεταξά, ο οποίος σκότωσε και πέταξε σε υγρούς τάφους τα επτά θύματα του, εκ των οποίων τα δύο παιδιά. Μια υπόθεση που από την μια πάγωσε το παγκύπριο και από την άλλη ξεγύμνωσε για άλλη μια φορά τους χειρισμούς της Αστυνομίας, η οποία βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα.

Ήταν η υπόθεση που ανάγκασε τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης, Ιωνά Νικολάου, να παραιτηθεί για λόγους ευθιξίας, πράγμα το οποίο δεν έπραξε από την πλευρά του ο τότε Αρχηγός Αστυνομίας, Ζαχαρίας Χρυσοστόμου, με τον Πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη να αναγκάζεται να τον παύσει, στην σκιά των έντονων επικρίσεων και του ξεσπάσματος της κοινής γνώμης, που ήταν επακόλουθο των ενεργειών του Σώματος ως προς τις έρευνες που έγιναν ή δεν έγιναν σε σχέση με τις ελλείπουσες.

Τότε, Βοηθός Αρχηγός Επιχειρήσεων, που προΐσταται των ερευνών και βρίσκεται σε ανοιχτή γραμμή με τις Αστυνομικές Διευθύνσεις και τα Τμήματα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων, ήταν ο νυν Αρχηγός Αστυνομίας, Στέλιος Παπαθεοδώρου.

Ο καταλογισμός των ευθυνών όμως, σε ότι αφορά τους χειρισμούς της Αστυνομίας, στην περίπτωση των θυμάτων της Λάρνακας, σταμάτησαν μέχρι τον Αστυνομικό Διευθυντή και τον τότε υπεύθυνο του ΤΑΕ της Επαρχίας, ενώ σε ότι αφορά τα θύματα της Λευκωσίας, μέχρι τον τότε υπεύθυνο του ΤΑΕ Λευκωσίας. Τα υπόλοιπα μέλη, ήταν ανακριτές των ΤΑΕ των δύο Επαρχιών που είχαν εμπλοκή στην διερεύνηση των εξαφανίσεων.

Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε πως οι ποινικοί ανακριτές, είχαν εισηγηθεί την δίωξη 23 μελών της Δύναμης, ενώ ο τότε Γενικός Εισαγγελέας, Κώστας Κληρίδης, αξιολογώντας το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιον του, έκρινε και ανακοίνωσε τον Μάϊο του 2020, πως δικαιολογείται η ποινική δίωξη 15 αστυνομικών. Ωστόσο, την απόφαση του ανέτρεψαν ένα χρόνο μετά οι διάδοχοι του, Γιώργος Σαββίδης και Σάββας Αγγελίδης, οι οποίοι αποφάσισαν εν τέλει την πειθαρχική και όχι την ποινική δίωξη των 15 αστυνομικών. Και αυτό διότι, όπως ανέφεραν σε ανακοίνωση τους, «κρίθηκε ότι δεν θα μπορούσε, υπό τις περιστάσεις, η κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι τα υπό διερεύνηση μέλη της Αστυνομίας, «εσκεμμένα» παραμέλησαν το καθήκον τους. Ποινικές διώξεις προωθούνται όταν και εφόσον η καταδίκη είναι πιο πιθανή παρά όχι».

Άρχισε η πειθαρχική των έξι, εμπλέκουν Αρχηγό

Στις 14 Απριλίου 2019 βρέθηκε το πρώτο πτώμα και σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά, στις 16 Μαρτίου 2023, ξεκίνησε η πρώτη ακροαματική διαδικασία για την πρώτη «δέσμη» των πειθαρχικών που αφορά έξι μέλη του ΤΑΕ Λευκωσίας, ενώ σε ότι αφορά τη Λάρνακα, η διαδικασία ακόμη δεν έχει ξεκινήσει. Σημειώνεται πως συνολικά θα γίνουν τέσσερις διαφορετικές Επιτροπές για τα 15 μέλη.

Ο καταλογισμός των ευθυνών, που στη μια περίπτωση σταμάτησαν στον Αστυνομικό Διευθυντή και στην άλλη στον υπεύθυνο του ΤΑΕ, αναμένεται να τεθεί στο επίκεντρο της διαδικασίας. Και αυτό διότι, τα υπό κατηγορία μέλη θεωρούν πως δεν καταλογίστηκαν ισότιμα οι ευθύνες, αντιθέτως η αλυσίδα σταμάτησε μέχρι ένα σημείο.

Αυτό όμως που ενδεχομένως να προκαλέσει νέα συζήτηση γύρω από την Αστυνομία, είναι τα στοιχεία που δείχνουν, σύμφωνα με ισχυρισμούς, την εμπλοκή του τότε Βοηθού Αρχηγού Επιχειρήσεων και νυν Αρχηγού, την υπογραφή του οποίου φέρουν φάκελοι που αφορούσαν τα θύματα και στον οποίο, όπως υποστηρίζουν, ήταν ο τελικός λόγος.

Κατά τη χθεσινή δικάσιμο, ενώπιον της Επιτροπής που διόρισε ο Αρχηγός Αστυνομίας και η οποία απαρτίζεται από ένα μέλος που διόρισε ο ίδιος ο Αρχηγός με την τότε υπουργό Δικαιοσύνης Στέφη Δράκου, καθώς και δύο λειτουργοί της Νομικής Υπηρεσίας, παρουσιάστηκαν οι έξι κατηγορούμενοι που ενεπλάκησαν σε μια υπόθεση που αφορά θύμα του κατά συρροή δολοφόνου στη Λευκωσία.

Πρόκειται για μέλη του ΤΑΕ, δηλαδή ανακριτές, τον αμέσως επόμενο προϊστάμενο τους και τον Υπεύθυνο του Τμήματος. Δηλαδή, ακολουθείται η αλυσίδα που σταματά μέχρι τον υπεύθυνο του ΤΑΕ, ο προϊστάμενος του οποίου είναι ο εκάστοτε Βοηθός Αρχηγός Επιχειρήσεων, ο οποίος εποπτεύει όλα τα ΤΑΕ και είναι το πρόσωπο που δίνει τις επιχειρησιακές οδηγίες.

Και οι έξι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν ευθύνες που αφορούν παραμέληση καθήκοντος ή πλημμελή εκτέλεση καθήκοντος, ωστόσο οι λεπτομέρειες των αδικημάτων είναι διαφορετικές για τον κάθε ένα, αναλόγως του ρόλου που είχαν.

Δεν παραδόθηκε το μαρτυρικό υλικό

Η ακροαματική διαδικασία ξεκίνησε με αναβολή, αφού όλοι οι δικηγόροι υπέδειξαν πως πέραν των προδικαστικών ενστάσεων και αιτήματα που αναμένεται να υποβάλουν, δεν τους παραδόθηκε ολόκληρο το μαρτυρικό υλικό της υπόθεσης, ώστε να έχουν ολοκληρωμένη εικόνα και να καθορίσουν την υπερασπιστική γραμμή που θα ακολουθήσουν.

Ως εκ τούτου, η Πειθαρχική Επιτροπή, ανέβαλε την ακροαματική διαδικασία για τρεις μήνες και δόθηκαν οδηγίες στη Νομική Υπηρεσία για να τους παραδοθεί όλο το μαρτυρικό υλικό.

Παράλληλα, διαπιστώθηκε πως τα κατηγορητήρια ήταν προβληματικά, αφού στην μια περίπτωση, το κατηγορητήριο περιλάμβανε μόνο ένα μέλος, ο δικηγόρος του οποίου, Δημήτρης Απαισιώτης, να το υποδεικνύει στην Επιτροπή, σημειώνοντας πως όλα τα κατηγορητήρια περιλαμβάνουν 65 μάρτυρες.

Τότε, από την πλευρά του ο δικηγόρος άλλου μέλους, το οποίο αντιμετωπίζει τις λιγότερες ευθύνες, ανέφερε στην Επιτροπή πως για την πελάτισσα του αναμένεται να καταθέσουν μόνο δύο μάρτυρες από τους 65. Συνεπώς, όπως υπέδειξε, πέραν της ταλαιπωρίας που θα υποστεί, με βάση το κοινό κατηγορητήριο, θα πρέπει να βρίσκεται σε όλες τις ακροαματικές διαδικασίες κατά τις οποίες θα καταθέσουν οι μάρτυρες, χωρίς όμως να έχουν σχέση με τα αδικήματα που αντιμετωπίζει η ίδια.

Ως εκ τούτου, ήταν εισήγηση του κ. Απαισιώτη να αποσυρθούν τα κατηγορητήρια, να γίνουν νέα με όλους τους κατηγορούμενους, διαχωρίζοντας όμως την μια αστυνομικό που για τα αδικήματα που αντιμετωπίζει θα κληθούν μόνο δύο μάρτυρες.

Την πιο πάνω θέση, εξέφρασαν και οι πέντε δικηγόροι, ενώ αφού διευθετηθούν τα δύο ζητήματα που έθεσαν, τότε στην επόμενη δικάσιμο θα υποβάλουν τις προδικαστικές τους ενστάσεις.

Η νομιμότητα της Επιτροπής και η πίεση σε Αρχηγό

Το κατηγορητήριο περιλαμβάνει 65 μάρτυρες κατηγορίας, με τον πρώτο στη λίστα να είναι ο τέως υπουργός Δικαιοσύνης, Ιωνάς Νικολάου, ο οποίος ήταν αυτός που ζήτησε την έρευνα από την Ανεξάρτητη Αρχή Ισχυρισμών και Παραπόνων κατά της Αστυνομίας.

Επίσης, στη λίστα βρίσκεται και ο Αρχηγός Αστυνομίας, με την υπεράσπιση των κατηγορουμένων να θέτουν θέμα ως προς την νομιμότητα της Επιτροπής, με βάση και με απόφαση Δικαστηρίου το οποίο εξέτασε προσφυγή από μέλος, εναντίον του οποίου ο πρώην Αρχηγός, Μιχαλάκης Παπαγεωργίου, έκρινε πως το αδίκημα που αντιμετωπίζει είναι σοβαρό, εξού και διόρισε ο ίδιος Επιτροπή.

Είναι για αυτό το λόγο, που και σε αυτή την περίπτωση, τίθεται θέμα αμεροληψίας, αφού όπως εξηγεί ο εκ των δικηγόρων Δημήτρης Απαισιώτης, από τη μία προκαταλαμβάνεται η απόφαση, και από την άλλη, δεδομένου πως ο Αρχηγός είχε εμπλοκή στην υπόθεση ως Βοηθός Αρχηγός Επιχειρήσεων και είναι παράλληλα και μάρτυρας κατηγορίας, διόρισε μαζί με την πρώην υπουργό Δικαιοσύνης, Στέφη Δράκου, το ένα μέλος της Επιτροπής που προέρχεται από τις τάξεις της Αστυνομίας. Σημειώνεται, πως πρόκειται για Αστυνόμο Α που δεν είναι νομικός αλλά συμμετέχει σε «δικαστική» Επιτροπή.

Ωστόσο, το σημαντικότερο ζήτημα που τίθεται, είναι πως το μέλος διορίστηκε από τον Αρχηγό, ο οποίος πέραν του ότι είναι μάρτυρας, κατά το δεδομένο χρόνο ήταν Βοηθός Αρχηγός Επιχειρήσεων και στα χέρια του, όπως αναφέρεται, έφταναν οι φάκελοι των υποθέσεων και αυτός υπέγραφε τελευταίος.

Το εν λόγω ζήτημα αναμένεται να τεθεί στην επόμενη ακροαματική διαδικασία κατά τις προδικαστικές ενστάσεις, ενώ αναμένεται να τεθεί θέμα για άνισο καταλογισμό ευθυνών, αφού με βάση την αλυσίδα που ακολουθήθηκε, σύμφωνα με τις θέσεις που εκφράζονται, θα έπρεπε να βρίσκεται υπό κατηγορία και ο Βοηθός Αρχηγός Επιχειρήσεων κατά τον ουσιώδη χρόνο.

8 αστυνομικοί

Την ίδια ώρα, άλλο ένα θέμα που αναμένεται να τεθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας είναι το θέμα με τους οκτώ από τους 23 που αφαιρέθηκαν από τη λίστα των διώξεων.

Όπως αναφέρει ο Δημήτρης Απαισιώτης, ο τότε Γενικός Εισαγγελέας, στη βάση των δεδομένων που είχε ενώπιον του, αποφάσισε 15 ποινικές διώξεις, άρα έκρινε πως δεν στοιχειοθετούνται τα ποινικά σε βάρος των άλλων οκτώ.

Ωστόσο στη συνέχεια, όπως εξήγησε, η Νομική Υπηρεσία αποφάσισε να τους διώξει πειθαρχικά. «Ο προηγούμενος Γενικός Εισαγγελέας, ήταν πρώην Δικαστής Ανωτάτου, άρα δεν ήταν κανένας τυχαίος, πέρασε από όλα τα στάδια. Όταν ο συγκεκριμένος, με τα δεδομένα που του παρουσίασαν στους φακέλους, είπε ναι υπάρχουν ποινικά για τους 15. Αν ήρθε ο επόμενος και το άλλαξε, ας πάρουμε το σενάριο πως ο δικηγόρος, δηλαδή ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, τα είδε πιο σωστά… Αντιπαραβάλλουμε το Δικαστή με τον δικηγόρο, που μπορεί να έχουν διαφορετική σχολή σκέψης, που ο ένας λέει υπάρχουν ποινικά και ο άλλος δεν υπάρχουν. Το ερώτημα είναι, για τους υπόλοιπους οκτώ που αφαιρέθηκαν από τα ποινικά, μήπως υπήρχαν πειθαρχικά; Γιατί έφυγαν και από την πειθαρχική;»

Ως εκ τούτου, και με βάση τα πιο πάνω, ο κ. Απαισιώτης αναμένεται να θέσει θέμα άνισης μεταχείριση και ανισότητα στον καταλογισμό ευθυνών.

«Η δε γυνή…»: Το εξόφθαλμο λάθος στο «σκασμός εσύ Αντωνάκη μου» που για 58 χρόνια δεν είχε προσέξει κανείς (ΒΙΝΤΕΟ)


Μικρά ή μεγάλα. Σοβαρά ή ανεπαίσθητα. Ένα παιχνίδι με τις εικόνες που ακονίζει την παρατηρητικότητα, εμπλουτίζει τις γνώσεις και διασκεδάζει: Εντοπισμός λαθών σε μερικές από τις πλέον αγαπημένες μας (παλιές) ελληνικές ταινίες!

Ο Ανδρόνικος Τζιβλέρης και το κανάλι Kastalia που συνεργάζονται με το Menshouse.gr είναι οι πλέον ειδικοί επί του θέματος και εντόπισαν στο νέο τους βίντεο, πολύ ωραία πραγματάκια για όλους εμάς. Όπως τη γραβάτα του Ντίνου Ηλιόπουλου που… άλλαξε χρώμα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα και το τσαντάκι της Ρένας Βλαχοπούλου που… μεγάλωσε και απέκτησε λουρί.

Το καλύτερο όμως είναι απ’ το «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» στη γνωστή σκηνή με το ταξί που ακούστηκε το θρυλικό «Σκασμός εσύ Αντωνάκη μου». Δείτε στο ο3:39 τι συμβαίνει όταν κάνεις 2 γυρίσματα και μετά πρέπει… να τα ενώσεις!

Ντίνα Τριάντη: Το πιο όμορφο κορίτσι του ελληνικού σινεμά με την ελιά που την έβγαλε για να μην την αναγνωρίζουν στο δρόμο


Μετά από δύο γάμους και συνολικά τρία παιδιά η Ντίνα Τριάντη, μια από τις πλέον αναγνωρίσιμες ηθοποιούς της δεκαετίας του ’60, συμβιβάζεται με το ρόλο της συζύγου και μητέρας, αφήνοντας σταδιακά πίσω της μια ολόκληρη καριέρα. Μια απόφαση που ίσως αργότερα να μετάνιωσε στην ζωή της.

Γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 1936, κόρη των προσφύγων από την Μικρά Ασία, Γιάννη και Ροδάνθης Μαξούρη, αλλά στο σινεμά και στο θέατρο κράτησε το επώνυμο του πρώτου συζύγου της, Αίαντα Τριάντη, ο οποίος ουσιαστικά ήταν ο άνθρωπος που της άνοιξε την πόρτα του χώρου. Γνωρίστηκαν ότι εκείνη βρισκόταν στο τέλος της εφηβείας της κι εκείνος ήταν ακόμη φοιτητής της Δραματικής Σχολής Μιχαηλίδη και παράλληλα συμμετείχε σε παραστάσεις αρχαίου δράματος. Όταν έμαθε ότι ο Αλέξης Μινωτής ζητούσε νεαρά άφθαρτα πρόσωπα για ένα έργο του, δεν δίστασε να την προτείνει και –εκ των πραγμάτων- δικαιώθηκε απόλυτα.

Αυτή ήταν και η πρώτη επαφή με την υποκριτική για την Ντίνα Τριάντη η οποία από μικρή είχε βγει στην βιοπάλη για να βοηθήσει την οικογένειά της εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Πριν καν η κατά τα άλλα αγαπημένη και δεμένη οικογένειά της ορθοποδήσει από την προσφυγιά, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Κατοχή έφεραν ακόμη πιο δύσκολες μέρες. Η εργασία σε πολύ νεαρή ηλικία ήταν για αυτήν μονόδρομος. Μετά από τέτοια παιδικά χρόνια, η Ντίνα που ήταν και η ίδια ακόμη παιδί, παντρεύεται και φέρνει στον κόσμο την Γκέλλυ. Στα 18 χρόνια της μόλις αρχίζει να ακροβατεί μεταξύ των υποχρεώσεών της, αλλά τα καταφέρνει περίφημα.



Κάνει το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο σε κανονικό ρόλο στα «Μαναβάκια» το 1957 κι ενώ νωρίτερα ο Νίκος Κούνδουρος την είχε επιλέξει για ένα πέρασμα στην ταινία του «το Ποτάμι». Ουσιαστικά τότε έρχεται και το ευρύ κοινό σε επαφή με το αισθητικό προφίλ της και το πρόσωπό της στο οποίο ξεχώριζε η ιδιαίτερη ελιά η οποία και τελικά την καθόρισε.

Το 1958 εμφανίζεται για πρώτη φορά στο θέατρο και ακολουθούν διάφορες ταινίες, με την πλέον χαρακτηριστική να είναι το φιλμ «Της κακομοίρας», στο ρόλο της Λίτσας, με τους Κώστα Χατζηχρήστο και Νίκο Ρίζο. Μέχρι το 1970, μέσα σε ελάχιστα χρόνια δηλαδή, συμμετέχει σχεδόν σε 70 παραγωγές (68 λέει η επίσημη καταμέτρηση) και μένει στη συνείδηση του κόσμου για το υποκριτικό ταλέντο της.

Τότε (1967) γνωρίζει τον δεύτερο μεγάλο έρωτα της ζωής της που προέρχεται κι αυτός από το καλλιτεχνικό στερέωμα και δεν είναι άλλος από τον Λάκη Κομνηνό. Με τον διάσημο Έλληνα ηθοποιό θα περάσουν μερικά υπέροχα χρόνια και καρποί της κοινής ευτυχισμένης ζωής τους είναι και τα δύο παιδιά τους, Γιώργο και Γιάννη. Μαζί θα μείνουν για αρκετά χρόνια και μέσα σε αυτό το διάστημα η Ντίνα Τριάντη θα κάνει σταδιακά στην άκρη τα όνειρά της στον χώρο. Στην αρχή σταμάτησε τις μακρινές περιοδείες και μετά ήρθε και το «αντίο» στον κινηματογραφικό φακό.



Τα επόμενα χρόνια θα αφοσιωθεί αποκλειστικά στα παιδιά της και για να τα μεγαλώσει θα κάνει οποιαδήποτε δουλειά βρίσκει μπροστά της. Εργάζεται σε μπαρ στο Κολωνάκι, σερβιτόρα σε εστιατόριο στην Ηλιούπολη, ακόμη και πωλήτρια σε κατάστημα ρούχων στην Αργυρούπολη. Έριξε αυτό που λέμε «μαύρη πέτρα» πίσω της σε τέτοιο βαθμό που αποφάσισε μέχρι και να αφαιρέσει χειρουργικά την ελιά της που αποτελούσε το σήμα κατατεθέν της. Δεν ήθελε καν να την αναγνωρίζουν και να την ρωτούν για το παρελθόν.

Την δεκαετία του ’90, χωρίς την ελιά της πια, θα επιστρέψει για λίγο στην υποκριτική, συμμετέχοντας στα σίριαλ «Μίνι σούπερ μάρκετ ονείρων» του Π. Λαοκράτη στην ΕΤ1 και «Γόβα στιλέτο» στον ANT1, ενώ θα παίξει και σε μερικά θεατρικά έργα με τα οποία σφραγίστηκε οριστικά μια καριέρα που θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη εάν η Ντίνα Τριάντη είχε πάρει διαφορετικές αποφάσεις.

Έπνιξαν το 10 ημερών μωρό τους «για να μην γίνει εμπόδιο στη ζωή τους»: Η βρεφοκτονία που σόκαρε το Πανελλήνιο


Το Μικτό Κακουργιοδικείο Πειραιά καταδίκασε σε ισόβια τον 28χρονο οικοδόμο Β. A και την 25χρονη σύζυγό του, Σ για βρεφοκτονία. Το ζευγάρι σκότωσε το 10 ημερών βρέφος του, πνίγοντάς το μέσα σε μία λεκάνη, «για να μην είναι πια εμπόδιο στη ζωή τους», όπως δήλωσαν.

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, ο ένας προσπαθούσε να ενοχοποιήσει τον άλλο. Tο δικαστήριο κατέληξε, ότι ο πατέρας σκότωσε το παιδί του, αλλά η ιδέα ήταν της μητέρας

Σύμφωνα με την mixanitouxronou.gr, η 25χρονη έκλαιγε καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης. Κατηγορούσε τον σύζυγό της ότι την «έμπλεξε στα ναρκωτικά» και «την έβγαλε στο κλαρί». Εκείνος απαντούσε πάντα με την ίδια φράση: Φταίμε και οι δυο. Πρέπει να πληρώσουμε κι οι δυο». Είχαν ακόμη ένα παιδί περίπου τριών ετών.

Το φριχτό φονικό

Το ζευγάρι είχε επιχειρήσει να πνίξει το νεογέννητο κοριτσάκι με μία πάνα. Εκείνο τσίριξε και οι γονείς δίστασαν να συνεχίσουν. Ωστόσο, λίγες μέρες μετά, την 25η Ιουνίου του 1977, ήταν έτοιμοι. Είχαν σκεφτεί πιο αποτελεσματική μέθοδο.

Στη συνέχεια σκηνοθέτησαν ένα δυστύχημα. Βγήκαν στη γειτονιά, δήθεν ανήσυχοι, και φώναζαν ότι το μωρό έπαθε αναρρόφηση. Οι γείτονες, τους υπέδειξαν μια κλινική στην περιοχή, όπου μετέφεραν το βρέφος. Εκεί διαπιστώθηκε ο θάνατός του.

Το ζευγάρι, προσπέρασε το στάδιο της νεκροτομής, πήγε στην περιοχή της Μαγούλας και έθαψε παράνομα σε μια τοποθεσία το μωρό και όχι σε νεκροταφείο. Ένα μήνα αργότερα, στις 19 Ιουλίου 1977, ανακαλύφθηκε η σορός του.

Δύο χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο του 1979, η μητέρα αποκάλυψε το φονικό. Η 25χρονη ομολόγησε τη βρεφοκτονία στη Χωροφυλακή και κατέδωσε ως μοναδικό δράστη τον άντρα της. Μετά την ομολογία της, ο σύζυγός της συνελήφθη και παραδέχτηκε κι αυτός την ενοχή του.

Στο τέλος και οι δύο ομολόγησαν πως το νεογέννητο κοριτσάκι «θα εμπόδιζε την διασκέδασή τους». Η ισόβια ποινή ήταν η τιμωρία το νόμου.

Η σοκαριστική δολοφονία στην Εκάλη και η εξαφάνιση του σκοτεινού μπάτλερ


Όταν ο βασικός ύποπτος μίας δολοφονίας είναι ο μπάτλερ της οικογένειας, το μυαλό σχεδόν εκβιάζεται να απωθήσει αυτήν την πιθανότητα. Μοιάζει τόσο πολύ με το παρωχημένο κλισέ των whodunit μυθιστορημάτων, που το προσπερνάς σχεδόν αυτόματα για να μην καταλήξεις να παλεύεις με τα στερεότυπα. Προκύπτει όμως ένα ερώτημα: τι γίνεται όταν αυτό το ιδιότυπο άλλοθι που έχει δώσει ο κινηματογράφος και η λογοτεχνία στον μπάτλερ, δεν είναι και τόσο ακλόνητο;

Μια τέτοια είναι η περίπτωση του ζεύγους Χρυσαφίδη και των δύο παιδιών τους που πριν από 32 χρόνια βρέθηκαν κατακρεουργημένοι μέσα στη βίλα τους -και με το υπηρετικό προσωπικό ύποπτα απόν. O νούμερο ένα ύποπτος ζει στην Ταϊλάνδη, δεν έχει εκδοθεί ποτέ -αν και έχει εντοπιστεί- και ποτέ δε δόθηκε κάποια απάντηση για το τι ακριβώς συνέβη -ενώ όπως θα δεις εκ πρώτης όψεως φαίνεται ξεκάθαρα η ανάμειξή του.

Το βράδυ της 24ης Ιουνίου του 1991, ένα μεγαλοπρεπές οίκημα στην Εκάλη ήταν καλά κλειδωμένο, και καλωσόριζε τους περίεργους με ένα χειρόγραφο σημείωμα που ανακοίνωνε ότι η οικογένεια έλειπε σε διακοπές. Θα επέστρεφε -υποτίθεται- στις 26 Ιουνίου.

Αυτή τη φορά οι «περίεργοι» επισκέπτες ήταν ο ανιψιός του Χρυσαφίδη, Αλέξανδρος Μακρίδης, ο γείτονάς και διευθυντής πωλήσεων του εργοστασίου του, Βασίλης Σαλαπάτας και ο συνεργάτης του, Αντώνης Γεωργιάδης. Με τη βοήθεια ενός κλειδαρά, παραβίασαν την πόρτα και περνώντας από χώρο σε χώρο είδαν τη φρίκη μπροστά τους να κλιμακώνεται.

Το υπόγειο του σπιτιού είχε βαφτεί κόκκινο. Και τα τέσσερα πτώματα κείτονταν σε τρία διαφορετικά δωμάτια, όπως περιγράφει και ο Πάνος Σόμπολος στο βιβλίο του Τα Εγκλήματα που Συγκλόνισαν την Ελλάδα.

Πρώτα εντόπισαν τον 16χρονο γιο της οικογένειας. Στο στόμα του είχε ένα κουρελιασμένο πουκάμισο, τα χέρια και τα πόδια του ήταν δεμένα σφιχτά με σχοινί, με το πτώμα του να ξεχωρίζει κάτω από μία κουβέρτα. Το σπασμένο του στέρνο από μια βαριοπούλα και το τελειωτικό χτύπημα που είχε δεχτεί μαρτυρούσαν τον πολύ άγριο βασανισμό του.

Στο διπλανό δωμάτιο, κάτω από κουβέρτες και διάφορες πετσέτες, ξεχώριζαν τα πτώματα του μεγαλύτερου αδερφού του και του πατέρα του. Ενώ ο πρώτος είχε δεμένα τα χέρια και τα πόδια του, ο πατέρας του τα είχε ελεύθερα.

Στο τρίτο δωμάτιο, οι τρεις άντρες ήδη σοκαρισμένοι αντίκρισαν και το τέταρτο πτώμα, εκείνο της μητέρας τους. Η απουσία εσωρούχου κάτω από το ακριβό της φόρεμα οδήγησε στην υποψία ότι προτού θανατωθεί, είχε βιαστεί.

Τα όπλα του φόνου (μια βαριοπούλα, ένα τσεκούρι και ένα σκεπάρνι) βρέθηκαν στο λεβητοστάσιο και κάτω από το νεροχύτη της κουζίνας, πνιγμένα στο αίμα. Μέσα στο χρηματοκιβώτιο βρέθηκαν χρυσαφικά, ομόλογα και διάφορα ακόμη έγγραφα, αλλά καθόλου χρήματα. Οι αστυνομικοί μπορεί να υπέθεσαν ότι οι δράστες είχαν πάρει κάποια από αυτά, αλλά τους έκανε εντύπωση ότι παρά τις εξονυχιστικές έρευνες στο σπίτι δε βρέθηκε το μπλοκ επιταγών του Χρυσαφίδη και μερικά ακόμη πολύτιμα έγγραφα.

Εντούτοις, και οι τέσσερις δεν είχαν πέσει νεκροί την ίδια μέρα. Ο ιατροδικαστής έβγαλε το συμπέρασμα ότι οι δολοφόνοι είχαν σκοτώσει την οικογένεια σε διαφορετικές ημέρες, κάνοντας την υπόθεση ακόμη πιο φρικιαστική.

Τα παιδιά δολοφονήθηκαν στις 20 Ιουνίου, ο πατέρας στις 21 και η μητέρα, στις 23 Ιουνίου. Για όσο καιρό δηλαδή περνούσαν απ’ έξω οι γείτονες κι έβλεπαν το σημείωμα «λείπουμε σε διακοπές», κάποια απ’ τα θύματα ήταν ζωντανά μέσα στο σπίτι τους και βασανίζονταν.

Πώς κατάφεραν όμως οι δράστες να παραπλανήσουν τόσο καλά φίλους και συγγενείς; Πώς για σχεδόν πέντε μέρες θεώρησαν ότι πράγματι η οικογένεια Χρυσαφίδη έλειπε;

Θα πρέπει να ρίξουμε μία ματιά στην τελευταία μέρα που τους είδαν ζωντανούς, στις 19 Ιουνίου.

Εκείνη τη μέρα, ο Αντώνης Γεωργιάδης είδε για τελευταία φορά τον Μιχάλη Χρυσαφίδη στα γραφεία της εταιρείας του. Το ίδιο βράδυ, η Αγγελική Παπαλεξανδράτου, φίλη της Λιζ Χρυσαφίδη, επισκέφθηκε το σπίτι τους και έκατσε μέχρι τα μεσάνυχτα. Έφυγε χωρίς να αντιληφθεί κάτι ύποπτο και χωρίς να περιμένει ότι θα ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που θα τους έβλεπε ζωντανούς.

Στις 20 Ιουνίου, ο Χρυσαφίδης χωρίς καμία εξήγηση δεν εμφανίστηκε στο γραφείο και ο στενός του συνεργάτης τηλεφώνησε στο σπίτι του να μάθει τον λόγο. Και εδώ μπαίνει στην ιστορία ο μπάτλερ που για σχεδόν δύο χρόνια ήταν στην υπηρεσία τους. Ο 28χρονος Τάι (Πρασέρτ Σερτουσουάνα), πληροφόρησε τον Γεωργιάδη ότι η οικογένεια είχε φύγει σε διακοπές και ότι θα επιστρέψει την άλλη Παρασκευή, στις 28 Ιουνίου.

Πλέον γνωρίζουμε ότι από τις 20 Ιουνίου μέχρι τις 23 που πέθανε και το τελευταίο θύμα, η οικογένεια ήταν αιχμάλωτη μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Το ερώτημα είναι από ποιους; Από τον μπάτλερ και τη σύζυγό του; Η αστυνομία φαίνεται να εξετάζει και μία διαφορετική εκδοχή από τη στιγμή που έγινε γνωστό ότι ο μπάτλερ και η σύζυγός του έφυγαν απ’ την Ελλάδα στις 21 Ιουνίου. Εφόσον ο ιατροδικαστής γνωμάτευσε ότι η άτυχη Λιζ Χρυσαφίδη δολοφονήθηκε στις 23 του μήνα, δεν θα μπορούσε να είχε γίνει από τον μπάτλερ.

Η αστυνομία πιστεύει ότι είχε συνεργούς, οι οποίοι δεν τους βασάνισαν μόνο από το σαδιστικό τους ένστικτο, αλλά και γιατί ήθελαν να αποσπάσουν από τον επιχειρηματία κάποιο βαρύ μυστικό. Εξετάστηκε ακόμη και το ενδεχόμενο ο Ταϊλανδός να μην είχε άμεση εμπλοκή με την υπόθεση, να ήταν και εκείνος όμηρος και να του επετράπη από τους αληθινούς δολοφόνους να διαφύγει. Άλλωστε πίσω του άφησε έγγραφα, προσωπικά αντικείμενα και γενικά ένα σωρό πράγματα που δείχνουν κατά κάποιον τρόπο ότι η φυγή του δεν ήταν και τόσο καλά προετοιμασμένη. Μάλλον λίγο ξαφνική ήταν.

Ένα ακόμη στοιχείο που προβλημάτισε ήταν το χειρόγραφο σημείωμα που άφησε πίσω του ο επιχειρηματίας με το οποίο όριζε τη διαθήκη του. Έγραφε πως αν πέθαιναν όλα τα μέλη της οικογένειάς του, η περιουσία του θα περνούσε στον ανιψιό του, Αλέξανδρο Μακρίδη. Ωστόσο, οι έρευνες ποτέ δεν υπέδειξαν ως ύποπτο τον συγγενή.

Οι ελληνικές αρχές προσπάθησαν να συνεργαστούν με τις αντίστοιχες αρχές της Ταϊλάνδης για να ανακρίνουν τον Τάι, αλλά η απάντηση της άλλης πλευράς δεν ήταν θετική. Το 1993 και το 1995 που έφτασαν στη χώρα μας ανώτεροι αξιωματικοί της αστυνομίας της Ταϊλάνδης και εισαγγελικοί λειτουργοί, μελέτησαν τον ογκοδέστατο φάκελο και αποφάνθηκαν ότι τα στοιχεία ήταν ανεπαρκή για να προκύψουν ποινικές ευθύνες για τον συμπατριώτη τους. Έτσι, δεν τον ανέκριναν ποτέ.

Η υπόθεση μέχρι και σήμερα καλύπτεται από ένα πέπλο μυστηρίου και όσο περνούν τα χρόνια τόσο πιο απίθανη φαντάζει και η λύση της.

Το 2000 στη σειρά Κόκκινος Κύκλος προβλήθηκε το επεισόδιο «ο Επισκέπτης», εμπνευσμένο απ’ τα τραγικά γεγονότα.

oneman.gr